Το κλάμα του Δεκέμβρη

    


      Πολλά λέγονται για τον Δεκέμβρη όταν αυτός δεν είναι εκεί. Κι αυτός άλλοτε είναι εκεί κι άλλοτε δεν είναι. Κάποτε μας ξαφνιάζει ακόμα παρών, όπως στην (ειρηνική) πορεία την Δευτέρα 7/12 που ήταν γεμάτη συγκίνηση και ελπίδα, γεμάτη φίλους και γνωστούς, γεμάτη παιδιά που δεν περίμενε κανείς να έρθουν κι όμως, για δεύτερη φορά, ήρθαν. Άλλοτε απών, απών όπως όσοι δεν βρήκαν φέτος το περσινό νόημα, απών όπως όσοι κρύβουν μέσα τους το άρρητο αυτών που έκαναν το 2008 μοναδικό και ακόμη δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ούτε, βέβαια, να το επαναλάβουμε.


    «Ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, ήταν ερώτηση» λέει ένα σύνθημα. «Ο Δεκέμβρης ξεκίνησε καλά. Η αριστερά έπρεπε να του δείξει το δρόμο ώστε να θέσει στόχο» λέει μια φίλη μου που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή. «Ο Δεκέμβρης είχε υπαρκτά αιτήματα» υποστηρίζει ένας μαθητής και μέλος της Νεολαίας ΣΥΝ. «Αν όλο αυτό είχε στόχο θα τον είχαμε πετύχει» λέει μια φίλη. «Ακόμη και να υπήρχαν*, τα αιτήματα του Δεκέμβρη υπονοούνταν.» Μ’ αυτήν θα ‘ρθω να συμφωνήσω.

    Τι μας είπε ο Δεκέμβρης; Τι μας είπε που να μπορούμε να το απομονώσουμε και να το βάλουμε σε λόγια; Τι μας είπε που να μπορούμε να του βγάλουμε την κουκούλα; Τίποτα. «Απάντηση μονάχα εκεί όπου κάτι μπορεί να λεχθεί» είπε ο Λ. Βιτγκενστάιν και γράφει στο βιβλίο της Φιλοσοφίας. «Ήταν πραγματικά μια ερώτηση. Αμφισβήτησε το πού μπορούμε να φτάσουμε. Μας έδειξε καινούργια μέσα». Πολλοί επιμένουν να τον παρουσιάζουν σαν ένα παράδειγμα αγώνων της αριστεράς, θέλουν να τον αλλάξουν για να τον καταλάβουν. Μιλούν γι’ αυτόν έτσι, μ’ αυτά τα εργαλεία τον εξετάζουν. Τότε είναι που είναι απών. Δεν βλέπεται με αυτά τα μάτια, δεν εκφράζεται με τους παλιούς τρόπους. «Ο Δεκέμβρης ήταν σαν ένα μωρό που κλαίει» κάνει την συγκλονιστική παρομοίωση η φίλη μου. Ναι, ήταν σαν ένα μωρό που κλαίει, ήταν μια ανάγκη, εκφρασμένη σε μια άλλη γλώσσα, χωρίς γλώσσα, ίσως και η ανάγκη να μιλήσει κανείς… Ένα αίσθημα, πολλά δυσνόητα αισθήματα, κάτι που το νόημά του χάνεται ανάμεσα στο υπαρκτό και το μη υπαρκτό αίτημα, κάτι πολύ πιο μυστήριο από την συνιστώσα πολλών αιτημάτων. Κάτι που όταν κάποιος το ρωτάει και περιμένει απάντηση σημαίνει πως δεν το ακούει.

    «Θεωρώ το περιστατικό της Κ. Κούνεβα σημαντικότερο ακόμα και της δολοφονίας του Αλ. Γρηγορόπουλου γιατί ήταν αγωνίστρια και συνδικαλίστρια. Όχι ότι οι επιλογές του Γρηγορόπουλου δεν ήταν συνειδητές.» λέει κάποιος. Αλίμονο αν σημαντικοί ήταν μόνο οι συνειδητοποιημένοι. Ο Δεκέμβρης δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Γιατί αν βρίσκεται κάπου αυτός ο θερμός χειμωνιάτικος μήνας, είναι στο ασυνείδητό μας, στις πράξεις και στους τρόπους των «ασυνείδητων», των ανώριμων και των α-πολιτικών. Τόσο συνειδητές όσο το κλάμα ενός μωρού. Και ταυτόχρονα τόσο παρούσες. «Η αριστερά βλέπει μόνο τον εαυτό της και καταλαβαίνει τα άλλα μέσα απ’ αυτόν» λέει ένας φίλος. «Όμως ο Δεκέμβρης δεν ούτε δικός της ούτε ξένος.».

    Ένα αίσθημα. Το αίσθημα της εξέγερσης. Αυτό που κάνει ωραία κάποια πρωινά. Αυτό που μας κάνει παράξενα να συμφωνούμε μεταξύ μας, εμείς που τόσο διαφορετικά θέλαμε. Αυτό που μας βγάζει στον δρόμο κι εκεί περπατώντας συναντούμε ο ένας τον άλλο. Αυτό που σου γεννά την ελπίδα ακόμα κι αν σαν γενιά δεν την δικαιούσουν. Ένα είναι το αίτημα. Να το νιώσουμε όσο γίνεται.

___________________________________
*Στην έντυπη έκδοση η φράση τυπώθηκε εσφαλμένα ως : "Ακόμα και να μην υπήρχαν, τα αιτήματα του Δεκέμβρη υπονοούνταν". Μικρή η παραφθορά και η παρανόηση αλλά περί αυτής πρόκειται και το άρθρο...

Ιωάννα Μπαρτσίδη
















Φωτογραφίες από την Μαθητική-Πανεκπαιδευτική πορεία
την Δευτέρα 7/12/09

Βλέποντας Λάκη

    



     Την περασμένη Τρίτη ο Λάκης Λαζόπουλος φιλοξενούσε στην εκπομπή του την Χαρούλα Αλεξίου. Το στούντιο ζητούσε συνεχώς ένα τραγούδι ακόμα. «Πώς να τους σταματήσω; Είναι διαδήλωση» είπε σε κάποια στιγμή ο Λάκης.


     Κάθε Τετάρτη πρωί η ερώτηση που γίνεται στην αυλή είναι «Είδες Λάκη χτες;». Από πέρυσι σχολιάζαμε συνεχώς τα αστεία του αλλά και τα «σοβαρά» του. Έβλεπα τους συμμαθητές μου να είναι τόσο πρόθυμοι για πολιτική συζήτηση, τόσο κριτικοί σχετικά με την επικαιρότητα και σαρκαστικοί απέναντι στο τηλεοπτικό σκουπίδι, παρά το στερεότυπο που τους θέλει εθισμένους σ’ αυτό. Κι ακόμα, τις μέρες του Δεκέμβρη, είχα την εντύπωση ότι ο Λάκης λειτουργούσε, και είχε τόσο καιρό λειτουργήσει, περίπου όπως η παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Καμπανέλλη στα χρόνια της χούντας. Είχε πιάσει τον συνεχώς αυξανόμενο σφυγμό της νεολαίας, είχε καταφέρει να πει τα κατάλληλα λόγια, να σταθεί δίπλα της και να αναρωτηθεί μαζί της, όχι να συμβουλέψει, αλλά να κοιτάξει αμήχανος όπως εμείς, να είναι πολύ συγκεκριμένος κι όμως να παραμένει ακόμα λιγάκι απροσδιόριστος.

      Δεν είναι ότι ο Λάκης δεν κάνει λάθη. «Μερικές φορές το χάνει λίγο» λέει ένας φίλος μου. Γίνεται ξεπερασμένος, υπερβάλλει, επαναλαμβάνεται… Κι όμως έχει κάτι. Έχει κάτι που συχνά ίσως και από ένστικτο τον οδηγεί, τον βάζει στα ίχνη της νεολαίας και εκείνος δεν την προδίδει ποτέ. Τι είναι αυτό αναρωτιέμαι.

    «Υπερασπίστηκε τον Αλέξη τον Δεκέμβρη. Μας υπερασπίστηκε όλους. Όχι σαν τους άλλους που προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τον αστυνομικό. Όχι σαν τους άλλους που είναι πάντα εναντίον μας» λέει μια φίλη μου. Ο Λάκης προσπαθεί. Προσπαθεί να είναι δίπλα μας, να είναι εκεί για μας. Και εμείς, ψάχνοντας κάποιον «που να τα λέει», κάποιον που να ακούει, κάποιον που να μας ξεσηκώνει, γεμίσαμε το στούντιό του, του δώσαμε υψηλά νούμερα, τον φέραμε στην επικαιρότητα όσο ποτέ πριν. Ο Λάκης είναι τρυφερός. «Αν δεν είναι όλα τα παιδία δικά μας, τότε δεν έχουμε παιδιά» λέει. Μας κλείνει το μάτι, μας δίνει το λόγο και παρότι φοράει σταράκια μιλάει σαν πατέρας. Πατέρας μιας γενιάς ολόκληρης, πατέρας που αλλού θα κάνει λάθος, αλλού θα τα πάει καλά αλλά ποτέ δεν θα μας γυρίσει ένα σκληρό και άκαρδο πρόσωπο, δεν θα δείξει μίσος για την νιότη, δεν θα τραβηχτεί μακριά μας από φόβο ή από ζήλια.

    «Αφήστε τους νέους στην ησυχίας τους» λέει. Και γεφυρώνει το χάσμα, όσο αυτό μπορεί να γεφυρωθεί. «Όταν ένας μεγάλος υποστηρίζει τα όνειρα και τους στόχους μας είναι λογικό να είναι αποδεκτός. Έχουμε βαρεθεί αυτούς που μας θεωρούν ανεύθυνους και ανώριμους» λέει μια φίλη. Και όντως ο Λάκης μας σέβεται κι ας είμαστε μικροί, γνωρίζει την δύναμή μας, παίρνει ζωή από μας. Και ταυτόχρονα μας θυμίζει την αγωνιστική τακτική μιας άλλης γενιάς. «Βοηθάει στο να αγωνίζομαι για αυτά που πιστεύω. Όταν μιλάει δεν αισθάνομαι ότι μας χειρίζεται.» Το μόνο που χειρίζεται είναι την επικοινωνία. Μας αγγίζει χρησιμοποιώντας το βίωμα, αυτό που μένει διαχρονικό ανάμεσα στις γενιές. «Έχει αφήσει το κουστούμι του στην άκρη. Όχι σαν κάποιους-κάποιους που θέλουν να ξεχάσουν πως κάποτε κ αυτοί είχαν όνειρα και ελπίδες» Ναι, ο Λαζόπουλος είναι φανατικός υποστηρικτής του ονείρου. Και κυρίως του απίθανου, του ανεκπλήρωτου, του ζωτικού ονείρου. Η Ανθούλα που είναι συνταξιούχος αποκτά παραπάνω από δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας, ο φυλακισμένος που γράφει στίχους ακούει την Χαρούλα Αλεξίου να λέει το τραγούδι του, ο στρατιώτης που κάνει σκοπιά το γράμμα του να διαβάζεται στην εκπομπή. Ο Λαζόπουλος θέλει να γελάμε όλοι.

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Σφαλιάρα σε Μαλακά Μάγουλα



      «Φέτος έχουμε πολύ δουλειά. Δεν είναι χρονιά για έρωτες φέτος και του χρόνου» λέει μια παλιά και αυστηρή καθηγήτρια που σηκώνει στις πλάτες της μεγάλο μέρος από το βάρος της προετοιμασίας των παιδιών της Θετικής για τις Πανελλήνιες. Η φράση φτάνει στ’ αυτιά μου από τους συμμαθητές μου που άκουσαν με ευλάβεια και φύλαξαν μέσα τους τις «οδηγίες προς ναυτιλομένους».


     Όλοι είναι ευγνώμονες για μια καλή μεθοδολογία. Και δεν την αμφισβητούν ποτέ των ποτών. Γιατί, χωρίς αυτήν, υπάρχει το χάος. Το επιβεβαιώνουν και τα αντίστοιχα παραδείγματα καταστροφής. «Ήξερα κοπέλα που έγραφε κατοστάρια μέχρι το Πάσχα. Στις διακοπές ερωτεύτηκε και στις Πανελλήνιες έγραψε οκτώ. Αυτήν την σφαλιάρα θα την θυμάται σ’ όλη της την ζωή» λέει μια φίλη μου και όλοι νιώθουν ξαφνικά την διάθεση να χτυπήσουν ξύλο και να πουν «μακριά από μας». «Πάει χαμένη όλη η προσπάθειά σου» λέει η Μαθηματικός μου και για μένα και για την κόρη της που είναι συνομήλική μου και για κάθε άλλον. «Μην ερωτευτείς στην Τρίτη λυκείου και αν μπορείς ούτε και στην Δευτέρα» μου είχε πει κάποτε η μητέρα παθόντος αγοριού που έχασε το Μαθηματικό εκεί που «το ‘χε σίγουρο». Σίγουρα πάει και το δικό μου χέρι να χτυπήσει ξύλο. Αλλά μετά, γυρνώντας από το σχολείο στο σπίτι μου, διαβάζοντας ένα ποίημα ή ακούγοντας μουσική στο λεωφορείο, σκέφτομαι. Καταλαβαίνουμε τι θα πει αυτή η φράση; Πώς μπορείς να ζητάς από έναν άνθρωπο δεκαέξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρονών να μην ερωτευτεί; Γιατί να πρέπει να το κάνεις; Ξέρεις πόσο πολλά είναι δύο χρόνια; Ξέρεις για ποια πράγματα μιλάς και σε ποιους; Και ποιος είσαι εσύ, και εμείς οι ίδιοι, που έχουμε, αντίθετα απ’ την ρήση του Σοφοκλή, ψυχρή καρδιά για θερμά πράγματα;

      Δεν έχει αξία να αμφισβητήσει κανείς τα λόγια ανθρώπων που έχουν δίκιο. Ούτε γράφοντας εδώ σκοπεύω να τους κατακρίνω που μας συμβουλεύουν με βάση την γνώση που έχουν αποκτήσει και την εμπειρία τους. Δεν μπορώ να υποκριθώ ότι δεν λένε αλήθεια. Μπορώ μόνο να ρωτήσω γιατί να είναι αυτή η αλήθεια; Αυτή η αλήθεια είναι ένα έγκλημα. Μπορεί να μιλάμε συχνά για τα χρήματα που δίνονται στην παραπαιδεία, την «ξερή γνώση» και την «αποστήθιση» που επιβάλλει το σύστημα, τον λίγο ελεύθερο χρόνο και την πίεση αλλά αυτό είναι το μέγιστο και τρομακτικότερο έγκλημα που διαπράττεται πάνω μας και με την συμμετοχή μας. Είναι ανόητο μαζί και αδιανόητο.

      «Ξέρεις ποια χρόνια είναι αυτά; Τα καλύτερα…» λέει ένας φίλος μου και γελάει σαρκαστικά αφήνοντας να εννοηθούν τα υπόλοιπα. Και όντως, είναι τα τελευταία χρόνια της εφηβείας μας, είναι τα «γλυκά δεκάξι», η στιγμή εκείνη που αρχίζουμε να πλησιάζουμε σε κάποια ωριμότητα και ταυτόχρονα βιώνουμε έντονα τα πάντα. Κι όμως εμείς πρέπει να παίξουμε τους ελεύθερους πολιορκημένους. Πρέπει να μην «ξαστοχήσουμε γλυκά τον εαυτό μας». Πρέπει να μην ερωτευτούμε. Όσο παράξενη κι αν ακούγεται αυτή η φράση, και όσο άδικη.

     Ο έρωτας ταιριάζει στα μαλακά μάγουλα. Κι όλοι όσοι πέφτουν πάνω του, τον εξετάζουν, τον συμβουλεύουν και τον απαγορεύουν, όσοι μπορούν να έχουν για αυτόν ψυχρή καρδιά και να μετράνε φερορμόνες ξεχνούν πως τα βάζουν με κάποιον ανίκητο στη μάχη. Κάποιον που πέφτει σ’ όλη την πλάση. Άλλωστε, όπως λέει κι ο Κόουλ Πόρτερ, ακόμα και οι μορφωμένοι ψύλλοι ερωτεύονται. Γιατί να εμποδίζει την δική μας μόρφωση;

Ιωάννα Μπαρτσίδη



Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009. Θεσσαλονίκη, Πλατεία Ναυαρίνου.
Φωτογραφίες από δρώμενο της Ομάδας Σφήνα
Παρέμβαση εμπνευσμένη από τον πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ "Οι Εραστές".



Ρενέ Μαγκρίτ, "Οι Εραστές" (Les Amants)
1928

Οι ήρωες και οι Έλληνες

   

    Σε μια από τις πολύωρες και πολύβουες πρόβες για την γιορτή της «τριπλής επετείου» όπως αποκαλείται ο εορτασμός της Γιορτής της Σημαίας, του Αγ. Δημητρίου και της 28ης Οκτωβρίου, διαβάστηκε στο σχολείο μου το ποίημα του Πάουλ Τσέλαν «Η Φούγκα του Θανάτου». Υπήρχαν αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα, κι η ίδια εγώ φοβόμουν ότι δεν θα άρεσε στους συμμαθητές μου. Διαψευστήκαμε. «Τι ωραίο!» αναφώνησαν όλοι όταν τελείωσε. «Ανατριχιάσαμε».


    «Δεν λέμε ποτέ ποιήματα για τους Εβραίους, αυτό είναι κάτι καινούργιο» σχολιάζει μια κοπέλα. «Έχουμε βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια». Είναι αλήθεια πως οι σχολικές γιορτές κινούνται πάνω κάτω στο ίδιο πλαίσιο κάθε χρονιά, διοργανώνονται μηχανικά από τους ίδιους συνήθως ανθρώπους που απαγγέλλουν τα ίδια ποιήματα και τραγουδούν τα ίδια τραγούδια. Οι καθηγητές ενίστανται όταν μας βλέπουν στα κανάλια να απαντάμε πως στην 28η Οκτωβρίου γιορτάζουμε που νικήσαμε τους Τούρκους αλλά δεν πάνε κι αυτοί πίσω όταν εντάσσουν, για παράδειγμα, στο πρόγραμμα της γιορτής του Πολυτεχνείου το «Ακορντεόν» με τον διάσημο στίχο «γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στην μάντρα». Παρά το τραγελαφικό της κατάστασης, όμως, είναι πραγματικά απαράδεκτο να γιορτάζεται επέτειος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χωρίς ούτε μια αναφορά στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων.

     Την στιγμή που ολόκληρη η Ευρώπη ανάβει το κερί της μνήμης για τα εκατομμύρια ανθρώπων, νέων και γέρων, γυναικών και ανδρών που βασανίστηκαν και έχασαν την ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Ελλάδα έχει ανακηρύξει εθνική εορτή την έναρξη και όχι το τέλος του πολέμου. Τη στιγμή που παιδιά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη διδάσκονται λεπτομερώς τα γεγονότα αυτού του πολέμου, τις αιτίες, τις αφορμές και τις ρίζες του, ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ κάτι παρόμοιο, η Ελλάδα δεν φτάνει ποτέ σ’ αυτό το κεφάλαιο και τον αντιμετωπίζει σαν μια μπόρα που ξέσπασε ξαφνικά μια κρύα μέρα του Οκτωβρίου. Όταν όλη η Ευρώπη μιλά για τον πιο άδοξο πόλεμο, πόλεμο της ντροπής και της φρίκης και εγκαθιστά μια παράδοση συλλογικού πένθους η Ελλάδα μιλά για δόξα και για έπος…

    «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» είπε ο Τσόρτσιλ, και ‘μεις μείναμε εκεί και εκεί είμαστε ακόμα, χωρίς να έχουμε γυρίσει ποτέ το κεφάλι μας να δούμε όλους τους άλλους λαούς που πολέμησαν επίσης ηρωικά και έπεσαν ηρωικά αλλά και όσους χάθηκαν μακριά από το πεδίο της μάχης, όσους δεν πολέμησαν, όσους υπέστησαν το μένος του Β’ Παγκοσμίου στις διαφορές εκδοχές του και χάθηκαν μέσα σ’ αυτό.

      Πώς εξηγείται αυτή η εσωστρέφεια της πατρίδας μας; Γιατί δεν θα μιλήσει ποτέ στα παιδιά της για το τραύμα των Εβραίων; Γιατί δεν θα κοιτάξει ποτέ πέρα απ’ τα βουνά της για να αναγνωρίσει ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι κοινή μοίρα και κοινή μνήμη σ’ ολόκληρη την Ευρώπη; Γιατί δεν θα ανάψει ποτέ ένα σιωπηλό κερί πένθους αλλά θα υψώνει πάντα στις γιορτές της μια φανταχτερή σημαία δόξας; Ίσως επειδή οι ήρωες είναι πάντα Έλληνες και οι απλοί νεκροί είναι πάντα ξένοι.

Ιωάννα Μπαρτσίδη


Το κεφάλι της Ισμήνης

       Έκτη ώρα. Οκτώβριος, καιρός ακόμα ζεστός. Είμαστε εικοσιεφτά στην τάξη, σκυμμένοι πάνω από φωτοτυπίες του προλόγου της Αντιγόνης. Μια συμμαθήτριά μας μεταφράζει αντικαθιστώντας τις λέξεις με αυτούσια τα επεξηγηματικά σχόλια. «Ω από-το-ίδιο-αίμα* δηλώνει-τους-κοινούς-γονείς* , περίφραση-αντί-Ισμήνη άραγε ξέρεις…». Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι δεν βγαίνει νόημα.


      «Κάνουμε το κείμενο από το πρωτότυπο για να έχετε μια επαφή με τον ποιητικό λόγο» λέει η καθηγήτριά μας. «Γιατί να έχουμε;» έρχεται η απάντηση. Απάντηση με ερώτηση, και πολύ σωστή ερώτηση. Όντως, κάθε τι που διδασκόμαστε θα έπρεπε να ρωτάμε για ποιο λόγο το μαθαίνουμε. Η φίλη εννοεί όμως «Πού θα μας χρησιμέψει;» Η καθηγήτρια αρχίζει να μιλά για την αξία της ανθρωπιστικής παιδείας.

     «Στην Θετική τα παιδιά σκέφτονται. Στην Θεωρητική τα παιδιά μαθαίνουν» λέει μια φίλη. Διαφωνώ αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι η συζήτηση, που θα έπρεπε να αποτελεί μεγάλο μέρος του μαθήματος, λείπει συχνά ακόμα και από τα μαθήματα Κατεύθυνσης στην Θεωρητική. Εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί την κατ’ εξοχήν κατεύθυνση που διαπλάθει παπαγάλους και διδάσκει την τεχνική της «σάλτσας». Μια κατεύθυνση στην οποία οι μαθητές γνωρίζουν πολύ καλά ότι το αγγλικό «kiss» βγαίνει από το αρχαιοελληνικό «κίσσω» αλλά δεν μελετούν πώς ολόκληρος ο Δυτικός πολιτισμός βασίστηκε σε έννοιες, πολλές από τις οποίες αμετάφραστες, που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και διατυπώνονται στην γλώσσα μας με μια ασύγκριτη νοηματική πληρότητα. Κατ’ εμέ όμως τα άτομα αυτά λίγο απέχουν από την συμμαθήτριά μου που μετέφρασε το «Ισμήνης κάρα» ως «περίφραση, αντί ‘‘Ισμήνη’’» επειδή έτσι δικαιολογούνταν η φράση στα σχόλια, χωρίς να έχει συλλάβει την δυσμετάφραστη τραγική τρυφερότητα που αποτυπώνουν οι δύο λέξεις.

        Από την άλλη πλευρά, ο καθηγητής της Γεωμετρίας ζητά από τους μαθητές της Θεωρητικής να συμμετέχουν περισσότερο στο μάθημά του. «Είναι ψυχολογικός ο λόγος που φοβάστε» εξηγεί. «Κάποιοι πέρυσι ήσασταν καλύτεροι απ’ αυτούς της Θετικής ή της Τεχνολογικής». Θεωρητικά έχει δίκιο, από άποψη χρόνου όμως μου είναι σχεδόν αδύνατο να δώσω βάση στο μάθημα και επιπλέον, νιώθω ότι το μυαλό μου έχει «κλειδώσει» και δεν μπορώ να μπω εύκολα στην λογική μιας άσκησης ή ενός πίνακα. Μου παίρνει αρκετό χρόνο ακόμα και το να πειστώ να καταβάλλω την απαιτούμενη προσπάθεια. Παρατηρώ όμως και μια σημαντική διαφορά. Παρότι ο «πόλεμος των κατευθύνσεων» είναι γεγονός, κανένα από τα παιδιά της Θεωρητικής δεν είπε ποτέ ότι τα θετικά μαθήματα είναι «άχρηστα». Αντίθετα, πολύ συχνά και με πολύ ένταση λέγεται αυτό για τα Αρχαία, την Λογοτεχνία, την Ιστορία. «Το μπλα μπλα δεν το μπορώ» τα απαξιώνει ένας συμμαθητής μου.

         «Αν ζούσα στην Φιλανδία και ήξερα ότι θα μπω οπωσδήποτε κάπου και ύστερα θα βρω δουλειά, τότε ναι, θα ασχολιόμουν με κάτι σαν την Αντιγόνη, να μάθω την γλώσσα μου, να μορφωθώ κλπ. Τώρα πρέπει να διαβάσω μπας και περάσω» λέει ένας συμμαθητής. Αν και πολύ συχνά μας μιλούν για την χρησιμοθηρία (άλλωστε η λέξη η ίδια χρησιμεύει στην Έκθεση) αυτή η φράση του μου ανοίγει σε πολλά τα μάτια. Αυτοί που ζητούν επί πίνακι το κεφάλι της Ισμήνης και ολόκληρης της ανθρωπιστικής παιδείας, μας οχυρώνουν πίσω από αυτήν την χυδαία εκδοχή της χρησιμότητας για να αποφύγουμε να κοιτάξουμε ένα μέλλον που απλώνεται επισφαλές και αβέβαιο. Αυτό το «κεφάλι» κάνουν εξιλαστήριο θύμα του φόβου για το αύριο. Περιμένουν να πιστέψουμε ότι είναι τα «ποιήματα, οι φιλοσοφίες, το μπλα μπλα» που θα μας κάνει να πεινάσουμε. Ελπίζουν ότι θα γίνουμε όλοι μια φρόνιμη Ισμήνη και θα κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας αφήνοντας άλλους να γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι.
________________________________
1.«Κοινόν»
2.«αυτάδερφον»
Ιωάννα Μπαρτσίδη

Ο Πύργος της Τζένγκα

   Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι πάντα μάθημα συγκρούσεων, ειδικά όταν ένας προοδευτικός θεολόγος βρίσκεται απέναντι σε μια τάξη με αμφιβολίες. Έτσι συνέβη και με εμάς φέτος, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε άλλοτε σε ενδιαφέρουσες συζητήσεις και άλλοτε σε τραγελαφικές καταστάσεις. «Θα την ρωτήσω για τα Νεφελίμ», λέει με σαρδόνιο χαμόγελο μια φίλη μου, «Διαβάζω ένα σχετικό βιβλίο». Ενώ μπαίνουμε στην τάξη τρίβουμε δαιμόνια τα χέρια μας, σχεδιάζοντας να ανοίξουμε, για ακόμα μια φορά, μια συζήτηση που, όπως λένε οι γερμανοί, να ξεκινά «απ’ τον Αδάμ και την Εύα».


    «Δεν ξέρουμε ποιος έφτιαξε τον κόσμο, δεν ξέρουμε αν υπάρχει Θεός. Αλλά ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο», απομονώνει μερικές φράσεις που ειπώθηκαν στο μάθημα μια φίλη η οποία ακολουθεί Θετική κατεύθυνση. «Στο ίδιο σχολείο μαθαίνουμε την μία ώρα να σκεφτόμαστε λογικά και την άλλη να αποδεχόμαστε τέτοιου είδους συλλογισμούς. Είναι δυνατόν;» «Η θρησκεία δεν έρχεται σε αντίθεση με την επιστήμη», μας λένε συνεχώς. Αυτό όμως μοιάζει κάπως κούφιο όταν πέντε δεκαεξάχρονοι μαθητές μπορούν να αποστομώσουν έναν θεολόγο που στερείται των βασικών γνώσεων Φυσικών Επιστημών. «Ποιος έβαλε τον Νόμο της Βαρύτητας μέσα στην γη;», ρωτάει η καθηγήτριά μας, λες και πρόκειται για το ρύζι μέσα στα γεμιστά, απευθυνόμενη σε παιδιά της Β’ Λυκείου που λίγες ώρες πριν μπορεί να διδάχθηκαν τους Νόμους του Νεύτωνα. Συχνά, η αντίδραση και η αμφισβήτησή μας θεωρείται απείθεια.

   «Η ανάγκη για τον θεό είναι έμφυτη στον άνθρωπο» λέει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. «Εγώ πάλι πιστεύω πως όχι. Αν μεγαλώναμε σε μια άθεη κοινωνία θα ήμασταν όλοι άθεοι» σχολιάζει μέσα στην τάξη ένας συμμαθητής μου. Το μεγαλύτερο ποσοστό της τάξης συμφωνεί και η συζήτηση ανάβει. «Σας αρέσουν, δεν σας αρέσουν, αυτά είναι, αυτά έχει το βιβλίο και αυτά πρέπει να διδάξω», ειπώθηκε σε κάποιο σχολείο.

   «Όταν και οι ίδιοι παραδέχονται πως αυτά που λένε δεν στέκουν εσύ γιατί να μην πάρεις απαλλαγή; Το μόνο επιχείρημά τους είναι η ίδια η πίστη, και αυτή δεν διδάσκεται» λέει ένας φίλος όταν του ομολογώ πως διστάζω να ζητήσω να εξαιρεθώ. Σκέφτομαι πως ίσως να αξίζει να γνωρίσει κανείς την Θρησκεία και τον τρόπο σκέψης της ακόμα και αν σκοπεύει να τον απορρίψει. «Έτσι λες;» μου απαντάει. «Εγώ νομίζω πως μέσα στο σχολείο δεν σου μαθαίνουν τίποτα που να ισχύει».

   Έχει κάποιο δίκιο. Αγαπημένο θέμα συζήτησης των συμμαθητών μου είναι η ανάλυση του εδαφίου «πίστευε και μη ερεύνα», γιατί κανέναν άλλο δεν οδηγεί σε ανάλογο χάσιμο διδακτικής ώρας. Ως τώρα, και μόνο έπ’ αυτού, έχω ακούσει πάνω από τέσσερις απόψεις διαφορετικών θεολόγων, συνδεδεμένες με εντελώς αντικρουόμενες θεωρίες περί πίστης και γνώσης. Αξίζει στ’ αλήθεια να διαβάζω και να εξετάζομαι σε ένα μάθημα που αναφέρεται σοβαρά στον «Άγιο Πλάτωνα»;

   Ειδικά στο Λύκειο, όπου όλα τα υπόλοιπα μαθήματα βρίσκονται πια σε αρκετά υψηλό επίπεδο και οι γνώσεις που παρέχουν είναι σημαντικές και τεκμηριωμένες, τα Θρησκευτικά αποτελούν ένα μικρό διάλειμμα αυθαιρεσίας, ημιμάθειας και παρανόησης. «Πολλές φορές δυσκολεύομαι να καταλάβω πού ζουν, πώς υπάρχουν ακόμα» λέει μια συμμαθήτριά μου.

   Το ερώτημα είναι, όταν τα Θρησκευτικά αρχίζουν να μοιάζουν με τον ετοιμόρροπο πύργο της Τζένγκα, τι διαλέγεις; Να εξαιρεθείς γλιτώνοντας χρόνο ή να καθίσεις μαζί με τους συμμαθητές σου στην τάξη και να τραβήξεις και συ ένα τουβλάκι;

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Οι κουκουβάγιες

Ένα πρωί βγήκα από το ασανσέρ, κράτησα την πόρτα στην γειτόνισσα μας για να περάσει, κατέβηκα τις σκάλες και άνοιξα το γραμματοκιβώτιο μας. Εκεί βρισκόταν ένα γράμμα για μένα. Χωρίς να το ανοίξω καθόλου το έσκισα θυμωμένα μπροστά στην έκπληκτη κυρία. Ύστερα γύρισα το κεφάλι μου και της είπα: «Μην ανησυχείτε. Φροντιστήρια. Καλή σας ημέρα».

Η αντίδρασή μου ήταν τέτοια γιατί δεν ήταν βέβαια το πρώτο, ούτε το τελευταίο γράμμα που έπαιρνα. Στην αρχή τα διάβαζα. Τώρα δεν κάνω πια τον κόπο. Τα περισσότερα θέλουν να με «ενημερώσουν και να επιστήσουν την προσοχή μου σε συνθήκες που διαμορφώνει η έναρξη της διετούς προσπάθειας για την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο». Κάποια μάλιστα έρχονται στο όνομά μου αλλά αρχίζουν με τις λέξεις «Αγαπητοί γονείς». Όταν τηλεφώνησα σε ένα από αυτά τα φροντιστήρια για να μάθω από πού πήραν την διεύθυνσή μου και ενημερώθηκαν για την βαθμολογία μου ώστε να μου προτείνουν ειδικό τμήμα του επιπέδου μου η γραμματέας «δεν γνώριζε» και οι υπεύθυνοι «ήταν πολύ απασχολημένοι σε σοβαρό μάθημα». Ειδικά η τελευταία φράση ήταν, μπορώ να πω, ιδιαίτερα τονισμένη, ώστε να υποδεικνύει την ασημαντότητα της ερώτησής μου.

Δεν έχουν όλοι την δική μου άποψη. Αντιθέτως, μια φίλη μου είπε πως όταν έλαβε για πρώτη φορά αυτά τα γράμματα ένιωσε σαν τον Χάρι Πότερ όταν έφτασαν οι κουκουβάγιες με την επιστολή που τον καλούσε στο Χόγκουαρτς. Της απάντησα ότι τρέμω μήπως και έτσι όπως τα σκίζω(σαν τον θείο Βέρνον) αρχίσουν και πέφτουν καμιά Κυριακή από την καμινάδα. Όταν όμως σταμάτησα να αστειεύομαι και σκέφτηκα τα λόγια της ένιωσα απελπισία. Υπήρχαν άτομα, και πολλά κιόλας, που νιώθουν ότι αυτές οι επιστολές τους τιμούν. Τους αντιμετωπίζουν σαν ενήλικες, τους ειδοποιούν ότι ήρθε η ώρα να πάρουν σημαντικές αποφάσεις. «Φέτος σοβαρεύουν τα πράγματα» μου λένε συχνά διάφοροι και με χτυπάνε στην πλάτη. Έχω συχνά μια διάθεση να τους ρωτήσω αν πιστεύουν ότι πέρσι τα πράγματα ήταν γελοία αλλά άντ’ αυτού χαμογελάω και συμφωνώ.

«Μου είπαν ότι πρέπει να συμπληρώνω δώδεκα ώρες διαβάσματος την εβδομάδα» είπε με αέρα μια φίλη. Κούνησα σιωπηλή το κεφάλι μου, σκεπτόμενη ότι εγώ, δέκα χρόνια τώρα που είμαι μαθήτρια, δεν χρειάστηκε ποτέ να υπολογίσω επακριβώς τις ώρες διαβάσματος μου ούτε περίμενα κανέναν να με διαφωτίσει, στην αρχή της Δευτέρας λυκείου, πόσες χρειάζομαι «για να πετύχω». Μια άλλη φίλη, που σκεφτόταν να κάνει τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού με την «αρωγή ειδικών συμβούλων σταδιοδρομίας» με θεωρεί τουλάχιστον ισχυρογνώμονα. «Είσαι μόνο δεκαέξι, υπάρχουν άνθρωποι που είναι η δουλειά τους και ξέρουν καλύτερα», λέει. Και εδώ κατάφερα επιτέλους να γελάσω. Γιατί ορίστε τι γίνεται. Από την μια σε πείθουν ότι είσαι ενήλικος μπροστά σε κρίσιμες(sic) αποφάσεις και από την άλλη σου ζητούν να παραδοθείς στα χέρια των ειδικών να τα φροντίσουν αυτοί όλα, επειδή ξέρουν καλύτερα. Θυμήθηκα την φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου να τραγουδάει «κάποτε θα ‘ρθουν γνωστικοί, λογάδες και γραμματικοί, για να σε πείσουν». Αλλά στην προκειμένη περίπτωση «το παιδί» είμαστε εμείς και αντί να υπερασπιστούμε, όπως λέει το τραγούδι, τον εαυτό μας, κολακευόμαστε. Πιστεύουμε ότι ένα γράμμα που θα έρθει στο όνομά μας και θα μιλάει σε πομπώδες ύφος με συντακτικά λάθη μας ανακηρύσσει ενήλικους και ώριμους. Ενώ το να πάρουμε πραγματικά οι ίδιοι κάποιες αποφάσεις, να αντιμετωπίσουμε μόνοι το ανοιχτό βιβλίο, να διαλέξουμε με το ρίσκο της προσωπικής μας επιλογής μας κάνει «μόνο δεκάξι». Προσωπικά, τόσο διαλέγω να είμαι.


Ιωάννα Μπαρτσίδη

Το Οτομπιάνκι

Λίγες μέρες πριν επιστρέψουμε στο σχολείο και με την ευκαιρία μιας ιστορίας που μας διηγήθηκε η μητέρα μιας φίλης, ανοίγουμε σε μια παρέα την συζήτηση για την απογοητευτική εκπροσώπηση στο σχολείο και το πανεπιστήμιο. «Εμείς τους θεωρούσαμε τους πιο ανιδιοτελείς από όλους μας και ‘κείνοι με τα χρήματα της εκδρομής του έτους έβγαλαν Οτομπιάνκι», λέει χαρακτηριστικά η μητέρα της φίλης και όλοι κουνάνε τα κεφάλια διαβεβαιώνοντάς την πως από το 1976 δεν έχουν αλλάξει και πολλά. «Ξανατρώμε τα ίδια στην μάπα και μετά παραπονιόμαστε. Τι να πω, μ’ αυτό το θέμα δεν ασχολούμαι πια», παραιτείται μια φίλη.

 
«Και με ποιο σκεπτικό ψηφίσατε;» τολμώ να ρωτήσω εγώ. «Όλοι ξέρουμε ότι με τις σχολικές εκλογές δεν αλλάζει τίποτα. Τα ίδια άτομα ξαναβάζουν υποψηφιότητα και επειδή οι εκλογές θεωρούνται ελεύθερες ώρες επιλέγουμε χωρίς σκέψη ώστε ‘‘να πάμε πιο γρήγορα για καφέ’’» λέει ένας συμμαθητής μου. Θυμάμαι ακόμα και πολιτικοποιημένους και οργανωμένους γνωστούς μου να περιφρονούν τα μαθητικά συμβούλια των σχολείων τους.
Η μητέρα της φίλης μας παρεμβαίνει σ’ αυτό το σημείο λέγοντας ότι στην δική της εποχή οι μαθητές δεν θα μπορούσαν ούτε να φανταστούν αυτό το προνόμιο που εμείς απαξιώνουμε. Δεν μας έμαθε όμως κανείς και να το εκτιμάμε. Πριν τις εκλογές, στα σχολεία, δεν γίνεται καμία προεργασία, δεν απαιτείται από τους υποψηφίους να διεκδικήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τις ψήφους των συμμαθητών τους, να πραγματοποιήσουν μια σύντομη ομιλία, μερικές φορές ούτε και να συστηθούν με τα ονόματά τους στην συνέλευση. Με βάση τι διαμορφώνεται η ψήφος μας παραμένει μυστήριο. Παραδείγματος χάριν, η τάξη μου στο τέλος της χρονιάς αντιπροσωπευόταν άτυπα από ένα αυτοσχέδιο πενταμελές, διαφορετικό από αυτό που είχε προκύψει στις εκλογές τον Οκτώβριο, στο οποίο συμμετείχαν άτομα που όχι μόνο δεν είχαν εκλεγεί αλλά δεν είχαν υπάρξει και υποψήφιοι, μαζί με μέλη του συμβουλίου που είχαν συγκεντρώσει τις λιγότερες ψήφους. Γιατί, ενώ ήταν γνωστή η προσφορά τους, δεν ψηφίστηκαν εξ αρχής; Και ακόμη, γιατί δύο απ’ αυτούς προτίμησαν να μην βάλουν καν υποψηφιότητα;
Οι συμμαθητές μου κι εγώ μείναμε έκπληκτοι όταν παρακολουθήσαμε στην ταινία «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ δύο εκπροσώπους της τάξης να παίρνουν μέρος στην συνέλευση των καθηγητών και να εκφράζουν την γνώμη τους πάνω στην βαθμολογία των συμμαθητών τους και πειθαρχικά θέματα του σχολείου. Συζητώντας ύστερα με την φιλόλογό μας δεν υπήρξε κανείς που να μην ανέφερε αυτήν την σκηνή. «Μακάρι να ήταν και σε μας έτσι», είπαν οι περισσότεροι, κι ας είχαν ψηφίσει βαριεστημένα ή απαίδευτα όταν τους είχε δοθεί η ευκαιρία. Απρόσμενα μεγάλη ήταν και η συμμετοχή που σημειώθηκε όταν η τάξη μου αποφάσισε να δημιουργήσει μια ομάδα σύνταξης επιστολής διαμαρτυρίας προς την διευθύντρια. Η ιδέα όμως προκάλεσε γέλια(!) όταν ακούστηκε στο γραφείο των καθηγητών και απαξιώθηκε εντελώς από την Γενική Συνέλευση του σχολείου.
«Δεν πρόκειται να κερδίσετε τίποτε.», ήταν η απάντηση του Προέδρου, σε τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. Μέσα σ’ αυτήν την φράση βρίσκεται η ρίζα της αδιαφορίας και της υποτίμησης των μαθητικών εκλογών και των οργάνων που προκύπτουν από αυτές αλλά και κάθε «πολιτικής» πρωτοβουλίας μέσα το σχολείο. Είναι η απάντηση που καταπλακώνει κάθε προσπάθεια, κάθε διάθεση για αλλαγή στα λύκεια και τα γυμνάσια και έρχεται από το στόμα των ίδιων των εκλεγμένων συμμαθητών μας. Αναρωτιέμαι, ποιο είναι το δικό τους «Οτομπιάνκι». Για ποιο λόγο παίρνουν μέρος και διακρίνονται σε μια διαδικασία που απαξιώνουν; Και πόσο τιμάται φέτος το να μας απογοητεύουν και να μας αποθαρρύνουν όλους;


Ιωάννα Μπαρτσίδη

Με τα Λεφτά του Μπαμπά

«Όσο πληρώνει για μένα ο πατέρας μου τα πράγματα θα είναι τα ίδια», μου είπε πριν λίγες μέρες μια φίλη που είχε αγανακτήσει με τον έλεγχο των γονιών της στη ζωή της. Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Στην αρχή σκέφτηκα ότι εγώ δεν είχα ποτέ βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση, να αισθάνομαι δηλαδή υποταγμένη στους γονείς μου λόγω χρημάτων. «Είναι υποχρέωσή τους να μας μεγαλώνουν σωστά» λέει μια άλλη γνωστή, «δεν τους χρωστάμε αυτά τα χρήματα, ούτε είναι αυτά που μας κρατάνε κοντά τους.» Κι όμως, πολλοί συνομήλικοί μας έχουν διαφορετική άποψη.
«Θέλω να εναντιωθώ στους γονείς μου και δεν μπορώ. Όταν το κάνω σκέφτομαι τα πράγματα που μου έχουν προσφέρει. Χωρίς αυτά τι θα ήμουν; Τίποτα.» Ζήτησα από την φίλη μου να μου εξηγήσει τι εννοούσε λέγοντας «πράγματα μου έχουν προσφέρει» και απάντησε «υλικά κυρίως». Συνεχίζοντας είπε: «Η ζωή μου θα ήταν αλλιώς αν δεν εξαρτιόμουν οικονομικά από τους γονείς μου. Μόλις περάσω στο πανεπιστήμιο θα δουλέψω οπουδήποτε. Για μένα σημαίνει ελευθερία.» Ακούγοντας την απάντηση ξαφνιάστηκα αλλά σκέφτηκα κιόλας, μακάρι η ελευθερία να ήταν τόσο εύκολο πράγμα.
«Σίγουρα το να κερδίζεις μόνος σου τη ζωή σου είναι ωραίο συναίσθημα. Αλλά οι γονείς πάντα θα έχουν έναν τρόπο να σε ελέγχουν, ακόμα κι όταν δεν παίρνεις πια ούτε ένα ευρώ.», λέει ένας φίλος. «Και στο κάτω κάτω, υπάρχουν πράγματα που έκαναν για μας που δεν θα μπορέσουμε να τους τα ξεπληρώσουμε ποτέ. Ίσως μόνο αν τα προσφέρουμε στα δικά μας παιδιά.» Αυτή η σκέψη με βρίσκει σύμφωνη, αναρωτιέμαι όμως αν εγώ και οι γνωστοί μου ζούμε μόνο την δική μας πραγματικότητα.
«Όταν δεν έχεις μια άλλη σχέση με τους γονείς σου, μένουν τα χρήματα. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζεις, ότι μόνο αυτά σε κρατάνε. Σαν ελληνική ταινία», είπε ένας φίλος. Ξαφνικά βρήκα την παρατήρησή του πολύ ενδιαφέρουσα. Από την αρχή είχα την αίσθηση ότι αυτή η προβληματική είναι κάπως ξεπερασμένη, ή, ανήκει σε προηγούμενη εποχή. Οι δικοί μας γονείς ίσως να είχαν συνδέσει την ελευθερία τους με την οικονομική ανεξαρτησία τους. Ίσως εκείνοι να ένιωθαν πως χρωστάνε στους δικούς τους το κόστος της ανατροφής τους. Ισχύει όμως αυτό και για μας, σήμερα;
Μπορεί να είμαστε μια καταναλωτική γενιά, να έχουμε μάθει να ζητάμε συνεχώς και να ξοδεύουμε άσκοπα. Οι περισσότεροι από εμάς, όμως, δεν έχουμε εμμονή με τα χρήματα, δεν τα έχουμε μυθοποιήσει και δεν βλέπουμε σ’ αυτά την αυτονομία μας. «Υπάρχουν κάποιοι που μετράνε συνέχεια πόσα λεφτά έχουν, τα συγκρίνουν με τους υπόλοιπους, νιώθουν κατώτεροι ή ανώτεροι, ενήλικοι ή παιδιά. Αυτό εγώ το βρίσκω απλοϊκό και μίζερο.». Και είναι αλήθεια, στην εποχή μας, δεν σνομπάρουμε τους φτωχούς στο ελάχιστο, υποτιμούμε όμως πολλές φορές, όσους αναφέρονται συχνά στα χρήματα και τα αφήνουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή τους και την ψυχολογία τους. Δεν είναι για μας φυσικό…
Ένα καλό που μας χάρισε το καταναλωτικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε είναι ότι μας απέκοψε απ’ αυτήν την αίσθηση μιζέριας και κατωτερότητας. Μπορεί με την διεθνή κρίση αυτό το σύστημα να έφτασε στο τέλος του και ήδη να ευθύνεται για πολλά από τα ελαττώματά μας, παρόλαυτα, άφησε πίσω του μια γενιά πιο απελευθερωμένη σε σχέση με το χρήμα από την προηγούμενη.



Ιωάννα Μπαρτσίδη

Ο Αλκιβιάδης και οι σύμμαχοι

Στο βιβλίο των αρχαίων της Α΄ λυκείου υπάρχει ένα απόσπασμα από τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντα που περιγράφει την στάση που κράτησαν οι Αθηναίοι όταν ο Αλκιβιάδης προσπάθησε να τους συμβουλέψει σχετικά με την στρατηγική τους . Τον θεώρησαν αναξιόπιστο επειδή παλιότερα τους είχε προδώσει και δεν ακολούθησαν τις, παρόλαυτα, σωστές υποδείξεις του, με αποτέλεσμα την καταστροφή του στόλου τους στους Αιγός Ποταμούς. Όταν διδαχθήκαμε αυτό το κομμάτι πολλοί από τους συμμαθητές μου είπαν πως και εκείνοι θα έκαναν πιθανώς το ίδιο. «Είναι δύσκολο όταν είσαι προκατειλημμένος εναντίον κάποιου να σκεφτείς αυτό που σου λέει» σχολιάζει μια φίλη μου. «Δεν είναι ότι βάζεις ταμπέλες στους ανθρώπους, απλά δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς ξανά».


Όταν πριν δύο χρόνια μπήκε στις τάξεις το περίφημο βιβλίο Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού και προκλήθηκαν οι γνωστές αντιδράσεις, είχα προτείνει σε φίλους μου από το σχήμα Θεσσαλονίκης του Δ.Α.ΜΑ.Σ (Δίκτυο Αυτόνομων Μαθητικών Σχημάτων) να γραφτεί ένα κείμενο υποστήριξης στο Υπουργείο Παιδείας. Τότε μου είχαν απαντήσει «Δεν μπορούμε να βγούμε και να στηρίξουμε την κυβέρνηση όταν διαφωνούμε σε τόσα ζητήματα. Δεν μπορούμε να είμαστε υπέρ μιας κυβέρνησης που έκανε αυτά που έκανε τον Μάη-Ιούνη». Έχουν ακόμη την ίδια γνώμη.

«Πρακτικά δεν μπορείς να συμμαχήσεις.» λέει μια άλλη συνομήλική μας. «Μπορείς να πάρεις θέση χωρίς να στηρίξεις κανέναν από τους δύο αλλά δεν μπορείς από τη μια να ασκείς κριτική και από την άλλη να στηρίζεις». «Αντιθέτως» της λέω εγώ, «αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνεις πιστευτός και άξιος εμπιστοσύνης. Με το να αναγνωρίζεις το θετικό δίνεις στον εαυτό σου το δικαίωμα να κατακρίνει. Δείχνεις ότι δεν είσαι από άλλο κόσμο». Μια άλλη φίλη λέει: «Όταν λαμβάνεις μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι είναι κάτι σαν πόλεμος. Είναι πολλές φορές ή όλα ή τίποτα. Γι’ αυτό δεν μπορείς να στηρίξεις κάποιον που θεωρείς αντίπαλο». Επαναλαμβάνω αυτές τις φράσεις σε μια συμμαθήτριά μου που έχει αντίθετη άποψη. «Αυτό δεν έχει λογική», απαντάει. «Όταν ένα θέμα είναι κοινό οι διαφορές που μπορεί να υπάρχουν αλλού είναι άσχετες. Πρέπει να συμμαχήσεις ώστε να πετύχεις τον σκοπό σου, ώστε να ακουστεί η φωνή σου. Κάθε φορά είναι διαφορετική». Πιστεύω ότι η τελευταία της φράση λέει πολλά για την γενιά μας. Έχουν ειπωθεί διάφορα για αυτή την στάση που συχνά κρατάμε, επιμένοντας στα περιστατικά και στην συγκεκριμένη κατάσταση, αρνούμενοι να δεχτούμε μια γενικότερη ιδεολογία. Λένε πως είμαστε μια γενιά μη πολιτική αλλά πολλοί από εμάς διαφωνούμε.

«Οι γονείς μας έλεγαν ‘η επανάσταση’ και εννοούσαν μία συγκεκριμένη στιγμή. Εγώ πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλος απώτερος σκοπός, ο απώτερος σκοπός ταυτίζεται με την καθημερινή πάλη» λέει μια φίλη μου. Μια συμμαθήτριά μου που συμμετείχε πολύ αποφασισμένα στις κινητοποιήσεις του Δεκεμβρίου μου είχε πει: «Εγώ είμαι δεξιά. Όλοι στο σπίτι μου. Αλλά τσακώθηκα με τον πατέρα μου και πήγα στις διαδηλώσεις. Γιατί σ’ αυτήν την κατάσταση έχω κάτι κοινό με τους αριστερούς και με όλους τους άλλους. Θέλω μια άλλη ζωή». Τα λόγια της τότε με είχαν συγκινήσει. Συμφωνούσα μαζί της σε θέματα που πίστευα ότι ήταν ουσιώδη, πέρα από τα στερεότυπα. Και ήταν εκείνη περίπου την στιγμή που κατάλαβα ότι δεν αγωνίζεται κανείς για τον αντίπαλο αλλά για τον εαυτό του. Για μια «άλλη ζωή».

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Η Εγκύκλιος

Πριν ένα μήνα, στο σχολείο μου, έγινε παρατήρηση σε μαθήτρια για το μήκος του σορτς που φορούσε. Κατά την διάρκεια των διαπληκτισμών της με την καθηγήτρια η φίλη μου είπε «Δεν υπάρχει κάποια εγκύκλιος που να το γράφει.». Στην πραγματικότητα, η εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας λέει πως πρέπει να είμαστε «ευπρεπώς ενδεδυμένοι» στο σχολείο, αφήνοντας στην κρίση του καθενός να ορίσει διαφορετικά το «ευπρεπώς».
Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση στο περιστατικό ήταν η λέξη «εγκύκλιος» στο στόμα της φίλης μου. Μου φάνηκε παράξενο που το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να κάνει για να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στην σκληρή κριτική ήταν να καταφύγει στον νόμο. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται σαν μια πολύ ώριμη αντίδραση, ειδικά όταν η ίδια η καθηγήτρια έβγαινε εκτός νόμου απειλώντας την με χαστούκι. «Εγώ ήθελα απλά να της πω ότι δεν ήξερα» μας είπε όμως όταν βγήκε στην αυλή.
«Αν δεν γίνει έγγραφη καταγγελία εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Συζητήσεις πεζοδρομίου δεν κάνω», μας απάντησε ο πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων όταν τον ρωτήσαμε ως πενταμελές τι μπορεί να γίνει σχετικά με την λεκτική βία που άσκησε η καθηγήτρια στην συμμαθήτριά μας. Και πάλι μπροστά μας βρισκόταν ο νόμος, αυτή τη φορά σαφέστατος και άκαμπτος αλλά το ίδιο προβληματικός. Και είναι αλήθεια ότι αυτό το παράξενο ντουέτο τυπολατρίας και αυθαιρεσίας απαντάται πολύ συχνά στο ελληνικό σχολείο.

«Όταν σου κοπανάει μια εγκύκλιο δεν μπορείς να της πεις κάτι» μου είπε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς πριν λίγους μήνες. Όντως, περίπου αυτή είναι η νέα χρήση της εγκυκλίου. Υπάρχει για να «κοπανιέται» στους μαθητές αντί για απάντηση. Γελώντας ένας συμμαθητής μου είπε: «Μην της πας κόντρα στο θέμα των νόμων. Δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις κάτι».
Όταν τον Δεκέμβριο ζητήσαμε από την διευθύντριά μας να κυματίσει μεσίστια η σημαία την επομένη της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μας είπε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι στην δικαιοδοσία της. Την ίδια ακριβώς ημέρα, καταχώρησε την αποχή μας από το μάθημα ως εκδρομή, παρατυπία, κατά την άποψή μου, πολύ μεγαλύτερη από ένα κατέβασμα της σημαίας. «Όταν θελήσει ο καθηγητής να κάνει κάτι θα το κάνει. Αν όμως είναι για μας, λένε 'ο νόμος ήρθε από το υπουργείο'», λέει ένας συμμαθητής μου.
«Όταν προσπαθείς να πεις και συ κάτι σχετικά με τους νόμους σε λένε δικηγόρο.» είπε απηυδισμένη μια συμμαθήτριά μου. «Ναι», συμφωνεί μια άλλη φίλη, «αυτή είναι η πρώτη άμυνα που τους έρχεται στο μυαλό. Να μας περιπαίξουν». Δηλαδή, οι νόμοι είναι γι’ αυτούς, αλλά όχι και για μας. Πράγμα που εξ αρχής αποκλείει τον διάλογο. «Ο καθηγητής έρχεται έχοντας κάτι στο μυαλό του.» συνεχίζει η φίλη μου. «Με τη συζήτηση μπορεί να μην γίνει. Μπορεί να τον επηρεάσεις εσύ αντί να σε επηρεάσει αυτός. Ενώ αν σου δείξει μια εγκύκλιο, σου λέει ότι αυτό είναι το δεδομένο, αυτό είναι το σωστό…».

Συζητώντας με έναν συμμαθητή μου, πρόεδρο της τάξης του, άκουσα: «Όταν τους προτείνω να κάνουμε οτιδήποτε αυτό που ακούω πιο συχνά είναι ‘επιτρέπεται;’ Οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα τι μπορούν οι καθηγητές να σου απαγορεύσουν και τι όχι. Τους έχουν περάσει ότι ό,τι και να κάνουν θα είναι παράνομοι».

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Μουσικοί Τρόποι

Βγαίνοντας από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης ανοίγουμε με μια φίλη την συζήτηση για την μουσική. Εκείνη μαθήτρια του Μουσικού Λυκείου και εγώ του ωδείου, έχουμε προφανώς, διαφορετικές προσεγγίσεις. Η παιδεία που παίρνουν αυτή και οι συμμαθητές της είναι λίγο ως πολύ αυτή ενός «πολυμουσικού», ενός ανθρώπου της σκηνής, που μπορεί να έχει βασικές γνώσεις σε πολλούς τομείς και να αποκτά καθημερινά νέες εμπειρίες. Αντιθέτως, το δικό μας ωδείο φημίζεται για την πειθαρχεία που επιβάλλει στους σπουδαστές του και την αυστηρότητα που το διακρίνει σαν θεσμό. Ποιος από τους δύο «τρόπους», όμως, είναι ο σωστός; Και τι σημαίνει ο καθένας τους;

«Μελετάω την τεχνική μέχρι του σημείου που κάνει το κομμάτι να ακούγεται καλύτερα» λέει μια άλλη φίλη που υποστηρίζει ότι στην κλασσική μουσική επικεντρωνόμαστε στο λάθος και ξεχνάμε το συναίσθημα. «Εγώ δεν είμαι κατά της κλασσικής μουσικής, είμαι κατά του τρόπου με τον οποίο διδάσκεται.» λέει η ίδια φίλη μου. «Ένα μικρό παιδί που χτυπάει με όλη τη δύναμή του μια κιθάρα και ξεφαντώνει είναι γεμάτο αίσθημα. Όταν το πάρεις και το βάλεις να μετρήσει και να βάλει τα σωστά δάχτυλα το ξεχνάει αυτό. Ο τρόπος αυτός σε περιορίζει, δεν είσαι ποτέ εντελώς ελεύθερος.» λέει. Πολλές φορές η εμμονή στους κανόνες χάνει τον αρχικό σκοπό της, και επιβάλλεται στους μαθητές ευνουχίζοντάς τους κατά κάποιο τρόπο εκφραστικά. «Όμως το συναίσθημα πρέπει να ελέγχεται. Η μουσική δεν είναι εκτόνωση» λέει μια γνωστή με αντίθετη άποψη.
      
«Στην τέχνη δεν υπάρχει το ‘πρέπει’» παρατηρεί η άλλη φίλη μου. Για μένα αναμφίβολα υπάρχει. Είναι ακριβώς οι κανόνες που παίρνουν την έμφυτη τάση του ανθρώπου να δημιουργήσει κάτι και το οδηγούν να γίνει τέχνη. Αυτή η διαδικασία σε υποχρεώνει να κάνεις μια πνευματική αναζήτηση ώστε να οδηγήσεις το υπάρχον συναίσθημα μέσα στο έργο. Μέσα από την πειθαρχία και το πέρασμα του χρόνου διδάσκεσαι, αποκτάς αυτογνωσία. Καταλαβαίνεις πως μπορεί να υπάρξει ένα συναίσθημα που θα έχει προκύψει από την κούραση, την επανάληψη, την πειθαρχία, ένα συναίσθημα που θα εισχωρήσει με το χρόνο στο κομμάτι και θα περιέχει όλες τις ώρες που δούλεψε κανείς σ’ αυτό.

«Στην κλασσική μουσική μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε την κάθε νότα», λέω σε μια φίλη, «και οδηγούμε το συναίσθημα απ’ τα βιώματά μας μέσα σε αυτήν». «Είπες ένα λάθος ρήμα», μου απαντάει. «Το ‘‘σκεφτόμαστε’’. Γιατί το συναίσθημα είναι πέρα από τη λογική». Είναι όμως έτσι; Βρίσκω στα λόγια της μια αντίφαση. Λέει πως η «αυστηρή» κλασσική μουσική περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Υπάρχει όμως μεγαλύτερη ελευθερία από την σκέψη;

«Η απολύτως απεριόριστη χώρα κάθε καλλιτέχνη είναι ο εαυτός του.» έγραψε ο e.e.cummings. Ο άνθρωπος καυχιέται για την ελεύθερή του βούληση. Είναι όμως πραγματικά ελεύθερος όταν υποτάσσεται στον εαυτό του, δηλαδή όταν πειθαρχεί. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσει την πνευματικότητα. Ο Λεωνίδας Καβάκος είπε πριν λίγο καιρό, στα παρασκήνια, ύστερα από μια συναυλία του στην Θεσσαλονίκη, ότι οι νέοι μαθητές πρέπει να μελετούν το κάθε έργο στο ιστορικό περιβάλλον στο οποίο γράφτηκε και να βρίσκουν τι σημαίνει για τους ίδιους. «Τι αναζητάτε, κύριε, μέσα στη μουσική;» λέει ο Ζαν-Πιερ Μαρίλ στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στην ταινία Όλα τα πρωινά του κόσμου. Εμείς ζητάμε απ’ αυτήν να πούμε όσα δεν λέγονται με λόγια, όσα είναι τώρα πιο επιτακτικά από οποιαδήποτε άλλη ηλικία. Ζητάμε να μας βοηθήσει να αγγίξουμε πράγματα που υπάρχουν μέσα μας και δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε.

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Έφηβη πατρίδα

Όταν ρώτησα μια φίλη τι είναι για ’κείνη η πατρίδα της, μου απάντησε «Εννοείς την Ελλάδα ή όποια πατρίδα θα μπορούσα ποτέ να είχα;». Και είχε απόλυτο δίκιο. Μπορεί η πατρίδα μας να είναι η Ελλάδα, αλλά «πατρίδα» δεν είναι η Ελλάδα. Το σχολείο, που πολύ συχνά μας μιλάει για την ιδέα της, δεν φαίνεται να παρέχει μια ικανοποιητική απάντηση στο τι είναι αυτή. «Πατρίδα για μένα είναι η ιστορία, οι παραδόσεις, οι ‘ρίζες’ μου», είπε μια συμμαθήτριά μου, επαναλαμβάνοντας πολύ γνωστά στερεότυπα. Δηλαδή;

Εθνικιστές και αντεθνικιστές, όλοι μάχονται στο φόντο μιας εξιδανικευμένης, ανύπαρκτης Ελλάδας-πατρίδας που εκτείνεται από την Ακρόπολη ως την πλατεία Συντάγματος περιλαμβάνοντας ταυτόχρονα πολλά νησιά και ψηφίζει τον Μέγα Αλέξανδρο ως τον μεγαλύτερο Έλληνα όλων των εποχών. Ναι, αυτή είναι μια απλή, σχεδόν χυδαία περιγραφή, αλλά αποτελεί πολύ διαδεδομένο και εύχρηστο στερεότυπο. Αυτό πρεσβεύουν απαίδευτα οι εθνικιστές των παραθύρων αλλά και, περίπου, αυτό έμαθαν, άλλοι γονείς στα παιδιά τους να σέβονται και άλλοι να κρίνουν και να απορρίπτουν.

Η «απλή» αυτή Ελλάδα δεν απευθύνεται σε μας, πάντως. «Όποια πατρίδα και να έχεις πρέπει να μην σε πετάει έξω, να νιώθεις, αν όχι περήφανος, τουλάχιστον εντάξει που είσαι από ‘κει.», λέει μια φίλη. Η πατρίδα, κατά την άποψή μου, είναι πολύ προσωπικό και σύνθετο ζήτημα, κάτι που ως γενιά έχουμε αρχίσει να κατανοούμε καλύτερα από τους προκατόχους μας.

«Στην πατρίδα μου βρίσκονται όλα τα άτομα που εκτιμώ και σέβομαι. Χωρίς την πατρίδα μου δεν θα ήξερα ποια είμαι και πού ανήκω σε αυτή την κοινωνία.», μου είπε μια άλλη δεκαεξάχρονη συμμαθήτριά μου. Θεωρώ τα λόγια της πολύ ενδιαφέροντα. Για μας, όπου και αν κατατασσόμαστε πολιτικά, η πατρίδα δεν είναι πια αυτοσκοπός. Είναι ένας τρόπος να υπάρξουμε σε σχέση με τους άλλους, είναι ένας τρόπος να «συμπεριφερθούμε» στις συναναστροφές μας, είναι ίσως μια πτυχή της προσωπικότητάς μας, είναι κάτι με το οποίο «προσερχόμαστε» στην επικοινωνία με τους άλλους. Όλο και περισσότερο την αμφισβητούμε, σε αντίθεση με τους γονείς μας, όχι ως προς την αξία της, αλλά ως προς την ουσία της.

Υπάρχει μια ομάδα που ονομάζεται «Πατρίδα μας όλη η γη». Χωρίς να υποτιμώ την δράση της, λέω πως όλη η γη δεν μπορεί να είναι πατρίδα μας. Κι ούτε θα έπρεπε. Η πατρίδα μας υπάρχει, ο καθένας μας έχει μία. Η ταυτότητα που αυτή μας παρέχει δεν είναι κάποια που θα έπρεπε να αρνηθούμε. Νιώθω προσβεβλημένη όταν κοροϊδεύει κανείς τη γλώσσα μου ή τους χορούς μου αλλά όχι όταν κάνει το ίδιο για την ελληνική σημαία. Μιλώντας για το κάψιμο μιας σημαίας μια φίλη είπε «Δεν έχουν ήθος, αξίες και όρια». Ακόμα κι αν διαφωνώ, αυτά τα «όρια» που επιβάλλει ο σεβασμός του άλλου είναι ένας κώδικας για να υπάρξουμε, όπως είπε, στην κοινωνία. Και εμείς, που έχουμε καθίσει στα ίδια θρανία με τους μετανάστες και που όχι μόνο πρόκειται να ζήσουμε μια ζωή μαζί τους, αλλά και δεν έχουμε γνωρίσει άλλη χωρίς αυτούς, έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε ότι η δικιά μας «πατρίδα» είναι ένας τρόπος να νιώσουμε και να σεβαστούμε αυτές των άλλων.


Ιωάννα Μπαρτσίδη