Οι κουκουβάγιες

Ένα πρωί βγήκα από το ασανσέρ, κράτησα την πόρτα στην γειτόνισσα μας για να περάσει, κατέβηκα τις σκάλες και άνοιξα το γραμματοκιβώτιο μας. Εκεί βρισκόταν ένα γράμμα για μένα. Χωρίς να το ανοίξω καθόλου το έσκισα θυμωμένα μπροστά στην έκπληκτη κυρία. Ύστερα γύρισα το κεφάλι μου και της είπα: «Μην ανησυχείτε. Φροντιστήρια. Καλή σας ημέρα».

Η αντίδρασή μου ήταν τέτοια γιατί δεν ήταν βέβαια το πρώτο, ούτε το τελευταίο γράμμα που έπαιρνα. Στην αρχή τα διάβαζα. Τώρα δεν κάνω πια τον κόπο. Τα περισσότερα θέλουν να με «ενημερώσουν και να επιστήσουν την προσοχή μου σε συνθήκες που διαμορφώνει η έναρξη της διετούς προσπάθειας για την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο». Κάποια μάλιστα έρχονται στο όνομά μου αλλά αρχίζουν με τις λέξεις «Αγαπητοί γονείς». Όταν τηλεφώνησα σε ένα από αυτά τα φροντιστήρια για να μάθω από πού πήραν την διεύθυνσή μου και ενημερώθηκαν για την βαθμολογία μου ώστε να μου προτείνουν ειδικό τμήμα του επιπέδου μου η γραμματέας «δεν γνώριζε» και οι υπεύθυνοι «ήταν πολύ απασχολημένοι σε σοβαρό μάθημα». Ειδικά η τελευταία φράση ήταν, μπορώ να πω, ιδιαίτερα τονισμένη, ώστε να υποδεικνύει την ασημαντότητα της ερώτησής μου.

Δεν έχουν όλοι την δική μου άποψη. Αντιθέτως, μια φίλη μου είπε πως όταν έλαβε για πρώτη φορά αυτά τα γράμματα ένιωσε σαν τον Χάρι Πότερ όταν έφτασαν οι κουκουβάγιες με την επιστολή που τον καλούσε στο Χόγκουαρτς. Της απάντησα ότι τρέμω μήπως και έτσι όπως τα σκίζω(σαν τον θείο Βέρνον) αρχίσουν και πέφτουν καμιά Κυριακή από την καμινάδα. Όταν όμως σταμάτησα να αστειεύομαι και σκέφτηκα τα λόγια της ένιωσα απελπισία. Υπήρχαν άτομα, και πολλά κιόλας, που νιώθουν ότι αυτές οι επιστολές τους τιμούν. Τους αντιμετωπίζουν σαν ενήλικες, τους ειδοποιούν ότι ήρθε η ώρα να πάρουν σημαντικές αποφάσεις. «Φέτος σοβαρεύουν τα πράγματα» μου λένε συχνά διάφοροι και με χτυπάνε στην πλάτη. Έχω συχνά μια διάθεση να τους ρωτήσω αν πιστεύουν ότι πέρσι τα πράγματα ήταν γελοία αλλά άντ’ αυτού χαμογελάω και συμφωνώ.

«Μου είπαν ότι πρέπει να συμπληρώνω δώδεκα ώρες διαβάσματος την εβδομάδα» είπε με αέρα μια φίλη. Κούνησα σιωπηλή το κεφάλι μου, σκεπτόμενη ότι εγώ, δέκα χρόνια τώρα που είμαι μαθήτρια, δεν χρειάστηκε ποτέ να υπολογίσω επακριβώς τις ώρες διαβάσματος μου ούτε περίμενα κανέναν να με διαφωτίσει, στην αρχή της Δευτέρας λυκείου, πόσες χρειάζομαι «για να πετύχω». Μια άλλη φίλη, που σκεφτόταν να κάνει τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού με την «αρωγή ειδικών συμβούλων σταδιοδρομίας» με θεωρεί τουλάχιστον ισχυρογνώμονα. «Είσαι μόνο δεκαέξι, υπάρχουν άνθρωποι που είναι η δουλειά τους και ξέρουν καλύτερα», λέει. Και εδώ κατάφερα επιτέλους να γελάσω. Γιατί ορίστε τι γίνεται. Από την μια σε πείθουν ότι είσαι ενήλικος μπροστά σε κρίσιμες(sic) αποφάσεις και από την άλλη σου ζητούν να παραδοθείς στα χέρια των ειδικών να τα φροντίσουν αυτοί όλα, επειδή ξέρουν καλύτερα. Θυμήθηκα την φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου να τραγουδάει «κάποτε θα ‘ρθουν γνωστικοί, λογάδες και γραμματικοί, για να σε πείσουν». Αλλά στην προκειμένη περίπτωση «το παιδί» είμαστε εμείς και αντί να υπερασπιστούμε, όπως λέει το τραγούδι, τον εαυτό μας, κολακευόμαστε. Πιστεύουμε ότι ένα γράμμα που θα έρθει στο όνομά μας και θα μιλάει σε πομπώδες ύφος με συντακτικά λάθη μας ανακηρύσσει ενήλικους και ώριμους. Ενώ το να πάρουμε πραγματικά οι ίδιοι κάποιες αποφάσεις, να αντιμετωπίσουμε μόνοι το ανοιχτό βιβλίο, να διαλέξουμε με το ρίσκο της προσωπικής μας επιλογής μας κάνει «μόνο δεκάξι». Προσωπικά, τόσο διαλέγω να είμαι.


Ιωάννα Μπαρτσίδη