Το Οτομπιάνκι

Λίγες μέρες πριν επιστρέψουμε στο σχολείο και με την ευκαιρία μιας ιστορίας που μας διηγήθηκε η μητέρα μιας φίλης, ανοίγουμε σε μια παρέα την συζήτηση για την απογοητευτική εκπροσώπηση στο σχολείο και το πανεπιστήμιο. «Εμείς τους θεωρούσαμε τους πιο ανιδιοτελείς από όλους μας και ‘κείνοι με τα χρήματα της εκδρομής του έτους έβγαλαν Οτομπιάνκι», λέει χαρακτηριστικά η μητέρα της φίλης και όλοι κουνάνε τα κεφάλια διαβεβαιώνοντάς την πως από το 1976 δεν έχουν αλλάξει και πολλά. «Ξανατρώμε τα ίδια στην μάπα και μετά παραπονιόμαστε. Τι να πω, μ’ αυτό το θέμα δεν ασχολούμαι πια», παραιτείται μια φίλη.

 
«Και με ποιο σκεπτικό ψηφίσατε;» τολμώ να ρωτήσω εγώ. «Όλοι ξέρουμε ότι με τις σχολικές εκλογές δεν αλλάζει τίποτα. Τα ίδια άτομα ξαναβάζουν υποψηφιότητα και επειδή οι εκλογές θεωρούνται ελεύθερες ώρες επιλέγουμε χωρίς σκέψη ώστε ‘‘να πάμε πιο γρήγορα για καφέ’’» λέει ένας συμμαθητής μου. Θυμάμαι ακόμα και πολιτικοποιημένους και οργανωμένους γνωστούς μου να περιφρονούν τα μαθητικά συμβούλια των σχολείων τους.
Η μητέρα της φίλης μας παρεμβαίνει σ’ αυτό το σημείο λέγοντας ότι στην δική της εποχή οι μαθητές δεν θα μπορούσαν ούτε να φανταστούν αυτό το προνόμιο που εμείς απαξιώνουμε. Δεν μας έμαθε όμως κανείς και να το εκτιμάμε. Πριν τις εκλογές, στα σχολεία, δεν γίνεται καμία προεργασία, δεν απαιτείται από τους υποψηφίους να διεκδικήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τις ψήφους των συμμαθητών τους, να πραγματοποιήσουν μια σύντομη ομιλία, μερικές φορές ούτε και να συστηθούν με τα ονόματά τους στην συνέλευση. Με βάση τι διαμορφώνεται η ψήφος μας παραμένει μυστήριο. Παραδείγματος χάριν, η τάξη μου στο τέλος της χρονιάς αντιπροσωπευόταν άτυπα από ένα αυτοσχέδιο πενταμελές, διαφορετικό από αυτό που είχε προκύψει στις εκλογές τον Οκτώβριο, στο οποίο συμμετείχαν άτομα που όχι μόνο δεν είχαν εκλεγεί αλλά δεν είχαν υπάρξει και υποψήφιοι, μαζί με μέλη του συμβουλίου που είχαν συγκεντρώσει τις λιγότερες ψήφους. Γιατί, ενώ ήταν γνωστή η προσφορά τους, δεν ψηφίστηκαν εξ αρχής; Και ακόμη, γιατί δύο απ’ αυτούς προτίμησαν να μην βάλουν καν υποψηφιότητα;
Οι συμμαθητές μου κι εγώ μείναμε έκπληκτοι όταν παρακολουθήσαμε στην ταινία «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ δύο εκπροσώπους της τάξης να παίρνουν μέρος στην συνέλευση των καθηγητών και να εκφράζουν την γνώμη τους πάνω στην βαθμολογία των συμμαθητών τους και πειθαρχικά θέματα του σχολείου. Συζητώντας ύστερα με την φιλόλογό μας δεν υπήρξε κανείς που να μην ανέφερε αυτήν την σκηνή. «Μακάρι να ήταν και σε μας έτσι», είπαν οι περισσότεροι, κι ας είχαν ψηφίσει βαριεστημένα ή απαίδευτα όταν τους είχε δοθεί η ευκαιρία. Απρόσμενα μεγάλη ήταν και η συμμετοχή που σημειώθηκε όταν η τάξη μου αποφάσισε να δημιουργήσει μια ομάδα σύνταξης επιστολής διαμαρτυρίας προς την διευθύντρια. Η ιδέα όμως προκάλεσε γέλια(!) όταν ακούστηκε στο γραφείο των καθηγητών και απαξιώθηκε εντελώς από την Γενική Συνέλευση του σχολείου.
«Δεν πρόκειται να κερδίσετε τίποτε.», ήταν η απάντηση του Προέδρου, σε τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. Μέσα σ’ αυτήν την φράση βρίσκεται η ρίζα της αδιαφορίας και της υποτίμησης των μαθητικών εκλογών και των οργάνων που προκύπτουν από αυτές αλλά και κάθε «πολιτικής» πρωτοβουλίας μέσα το σχολείο. Είναι η απάντηση που καταπλακώνει κάθε προσπάθεια, κάθε διάθεση για αλλαγή στα λύκεια και τα γυμνάσια και έρχεται από το στόμα των ίδιων των εκλεγμένων συμμαθητών μας. Αναρωτιέμαι, ποιο είναι το δικό τους «Οτομπιάνκι». Για ποιο λόγο παίρνουν μέρος και διακρίνονται σε μια διαδικασία που απαξιώνουν; Και πόσο τιμάται φέτος το να μας απογοητεύουν και να μας αποθαρρύνουν όλους;


Ιωάννα Μπαρτσίδη

Με τα Λεφτά του Μπαμπά

«Όσο πληρώνει για μένα ο πατέρας μου τα πράγματα θα είναι τα ίδια», μου είπε πριν λίγες μέρες μια φίλη που είχε αγανακτήσει με τον έλεγχο των γονιών της στη ζωή της. Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Στην αρχή σκέφτηκα ότι εγώ δεν είχα ποτέ βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση, να αισθάνομαι δηλαδή υποταγμένη στους γονείς μου λόγω χρημάτων. «Είναι υποχρέωσή τους να μας μεγαλώνουν σωστά» λέει μια άλλη γνωστή, «δεν τους χρωστάμε αυτά τα χρήματα, ούτε είναι αυτά που μας κρατάνε κοντά τους.» Κι όμως, πολλοί συνομήλικοί μας έχουν διαφορετική άποψη.
«Θέλω να εναντιωθώ στους γονείς μου και δεν μπορώ. Όταν το κάνω σκέφτομαι τα πράγματα που μου έχουν προσφέρει. Χωρίς αυτά τι θα ήμουν; Τίποτα.» Ζήτησα από την φίλη μου να μου εξηγήσει τι εννοούσε λέγοντας «πράγματα μου έχουν προσφέρει» και απάντησε «υλικά κυρίως». Συνεχίζοντας είπε: «Η ζωή μου θα ήταν αλλιώς αν δεν εξαρτιόμουν οικονομικά από τους γονείς μου. Μόλις περάσω στο πανεπιστήμιο θα δουλέψω οπουδήποτε. Για μένα σημαίνει ελευθερία.» Ακούγοντας την απάντηση ξαφνιάστηκα αλλά σκέφτηκα κιόλας, μακάρι η ελευθερία να ήταν τόσο εύκολο πράγμα.
«Σίγουρα το να κερδίζεις μόνος σου τη ζωή σου είναι ωραίο συναίσθημα. Αλλά οι γονείς πάντα θα έχουν έναν τρόπο να σε ελέγχουν, ακόμα κι όταν δεν παίρνεις πια ούτε ένα ευρώ.», λέει ένας φίλος. «Και στο κάτω κάτω, υπάρχουν πράγματα που έκαναν για μας που δεν θα μπορέσουμε να τους τα ξεπληρώσουμε ποτέ. Ίσως μόνο αν τα προσφέρουμε στα δικά μας παιδιά.» Αυτή η σκέψη με βρίσκει σύμφωνη, αναρωτιέμαι όμως αν εγώ και οι γνωστοί μου ζούμε μόνο την δική μας πραγματικότητα.
«Όταν δεν έχεις μια άλλη σχέση με τους γονείς σου, μένουν τα χρήματα. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζεις, ότι μόνο αυτά σε κρατάνε. Σαν ελληνική ταινία», είπε ένας φίλος. Ξαφνικά βρήκα την παρατήρησή του πολύ ενδιαφέρουσα. Από την αρχή είχα την αίσθηση ότι αυτή η προβληματική είναι κάπως ξεπερασμένη, ή, ανήκει σε προηγούμενη εποχή. Οι δικοί μας γονείς ίσως να είχαν συνδέσει την ελευθερία τους με την οικονομική ανεξαρτησία τους. Ίσως εκείνοι να ένιωθαν πως χρωστάνε στους δικούς τους το κόστος της ανατροφής τους. Ισχύει όμως αυτό και για μας, σήμερα;
Μπορεί να είμαστε μια καταναλωτική γενιά, να έχουμε μάθει να ζητάμε συνεχώς και να ξοδεύουμε άσκοπα. Οι περισσότεροι από εμάς, όμως, δεν έχουμε εμμονή με τα χρήματα, δεν τα έχουμε μυθοποιήσει και δεν βλέπουμε σ’ αυτά την αυτονομία μας. «Υπάρχουν κάποιοι που μετράνε συνέχεια πόσα λεφτά έχουν, τα συγκρίνουν με τους υπόλοιπους, νιώθουν κατώτεροι ή ανώτεροι, ενήλικοι ή παιδιά. Αυτό εγώ το βρίσκω απλοϊκό και μίζερο.». Και είναι αλήθεια, στην εποχή μας, δεν σνομπάρουμε τους φτωχούς στο ελάχιστο, υποτιμούμε όμως πολλές φορές, όσους αναφέρονται συχνά στα χρήματα και τα αφήνουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή τους και την ψυχολογία τους. Δεν είναι για μας φυσικό…
Ένα καλό που μας χάρισε το καταναλωτικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε είναι ότι μας απέκοψε απ’ αυτήν την αίσθηση μιζέριας και κατωτερότητας. Μπορεί με την διεθνή κρίση αυτό το σύστημα να έφτασε στο τέλος του και ήδη να ευθύνεται για πολλά από τα ελαττώματά μας, παρόλαυτα, άφησε πίσω του μια γενιά πιο απελευθερωμένη σε σχέση με το χρήμα από την προηγούμενη.



Ιωάννα Μπαρτσίδη

Ο Αλκιβιάδης και οι σύμμαχοι

Στο βιβλίο των αρχαίων της Α΄ λυκείου υπάρχει ένα απόσπασμα από τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντα που περιγράφει την στάση που κράτησαν οι Αθηναίοι όταν ο Αλκιβιάδης προσπάθησε να τους συμβουλέψει σχετικά με την στρατηγική τους . Τον θεώρησαν αναξιόπιστο επειδή παλιότερα τους είχε προδώσει και δεν ακολούθησαν τις, παρόλαυτα, σωστές υποδείξεις του, με αποτέλεσμα την καταστροφή του στόλου τους στους Αιγός Ποταμούς. Όταν διδαχθήκαμε αυτό το κομμάτι πολλοί από τους συμμαθητές μου είπαν πως και εκείνοι θα έκαναν πιθανώς το ίδιο. «Είναι δύσκολο όταν είσαι προκατειλημμένος εναντίον κάποιου να σκεφτείς αυτό που σου λέει» σχολιάζει μια φίλη μου. «Δεν είναι ότι βάζεις ταμπέλες στους ανθρώπους, απλά δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς ξανά».


Όταν πριν δύο χρόνια μπήκε στις τάξεις το περίφημο βιβλίο Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού και προκλήθηκαν οι γνωστές αντιδράσεις, είχα προτείνει σε φίλους μου από το σχήμα Θεσσαλονίκης του Δ.Α.ΜΑ.Σ (Δίκτυο Αυτόνομων Μαθητικών Σχημάτων) να γραφτεί ένα κείμενο υποστήριξης στο Υπουργείο Παιδείας. Τότε μου είχαν απαντήσει «Δεν μπορούμε να βγούμε και να στηρίξουμε την κυβέρνηση όταν διαφωνούμε σε τόσα ζητήματα. Δεν μπορούμε να είμαστε υπέρ μιας κυβέρνησης που έκανε αυτά που έκανε τον Μάη-Ιούνη». Έχουν ακόμη την ίδια γνώμη.

«Πρακτικά δεν μπορείς να συμμαχήσεις.» λέει μια άλλη συνομήλική μας. «Μπορείς να πάρεις θέση χωρίς να στηρίξεις κανέναν από τους δύο αλλά δεν μπορείς από τη μια να ασκείς κριτική και από την άλλη να στηρίζεις». «Αντιθέτως» της λέω εγώ, «αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνεις πιστευτός και άξιος εμπιστοσύνης. Με το να αναγνωρίζεις το θετικό δίνεις στον εαυτό σου το δικαίωμα να κατακρίνει. Δείχνεις ότι δεν είσαι από άλλο κόσμο». Μια άλλη φίλη λέει: «Όταν λαμβάνεις μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι είναι κάτι σαν πόλεμος. Είναι πολλές φορές ή όλα ή τίποτα. Γι’ αυτό δεν μπορείς να στηρίξεις κάποιον που θεωρείς αντίπαλο». Επαναλαμβάνω αυτές τις φράσεις σε μια συμμαθήτριά μου που έχει αντίθετη άποψη. «Αυτό δεν έχει λογική», απαντάει. «Όταν ένα θέμα είναι κοινό οι διαφορές που μπορεί να υπάρχουν αλλού είναι άσχετες. Πρέπει να συμμαχήσεις ώστε να πετύχεις τον σκοπό σου, ώστε να ακουστεί η φωνή σου. Κάθε φορά είναι διαφορετική». Πιστεύω ότι η τελευταία της φράση λέει πολλά για την γενιά μας. Έχουν ειπωθεί διάφορα για αυτή την στάση που συχνά κρατάμε, επιμένοντας στα περιστατικά και στην συγκεκριμένη κατάσταση, αρνούμενοι να δεχτούμε μια γενικότερη ιδεολογία. Λένε πως είμαστε μια γενιά μη πολιτική αλλά πολλοί από εμάς διαφωνούμε.

«Οι γονείς μας έλεγαν ‘η επανάσταση’ και εννοούσαν μία συγκεκριμένη στιγμή. Εγώ πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλος απώτερος σκοπός, ο απώτερος σκοπός ταυτίζεται με την καθημερινή πάλη» λέει μια φίλη μου. Μια συμμαθήτριά μου που συμμετείχε πολύ αποφασισμένα στις κινητοποιήσεις του Δεκεμβρίου μου είχε πει: «Εγώ είμαι δεξιά. Όλοι στο σπίτι μου. Αλλά τσακώθηκα με τον πατέρα μου και πήγα στις διαδηλώσεις. Γιατί σ’ αυτήν την κατάσταση έχω κάτι κοινό με τους αριστερούς και με όλους τους άλλους. Θέλω μια άλλη ζωή». Τα λόγια της τότε με είχαν συγκινήσει. Συμφωνούσα μαζί της σε θέματα που πίστευα ότι ήταν ουσιώδη, πέρα από τα στερεότυπα. Και ήταν εκείνη περίπου την στιγμή που κατάλαβα ότι δεν αγωνίζεται κανείς για τον αντίπαλο αλλά για τον εαυτό του. Για μια «άλλη ζωή».

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Η Εγκύκλιος

Πριν ένα μήνα, στο σχολείο μου, έγινε παρατήρηση σε μαθήτρια για το μήκος του σορτς που φορούσε. Κατά την διάρκεια των διαπληκτισμών της με την καθηγήτρια η φίλη μου είπε «Δεν υπάρχει κάποια εγκύκλιος που να το γράφει.». Στην πραγματικότητα, η εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας λέει πως πρέπει να είμαστε «ευπρεπώς ενδεδυμένοι» στο σχολείο, αφήνοντας στην κρίση του καθενός να ορίσει διαφορετικά το «ευπρεπώς».
Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση στο περιστατικό ήταν η λέξη «εγκύκλιος» στο στόμα της φίλης μου. Μου φάνηκε παράξενο που το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να κάνει για να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στην σκληρή κριτική ήταν να καταφύγει στον νόμο. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται σαν μια πολύ ώριμη αντίδραση, ειδικά όταν η ίδια η καθηγήτρια έβγαινε εκτός νόμου απειλώντας την με χαστούκι. «Εγώ ήθελα απλά να της πω ότι δεν ήξερα» μας είπε όμως όταν βγήκε στην αυλή.
«Αν δεν γίνει έγγραφη καταγγελία εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Συζητήσεις πεζοδρομίου δεν κάνω», μας απάντησε ο πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων όταν τον ρωτήσαμε ως πενταμελές τι μπορεί να γίνει σχετικά με την λεκτική βία που άσκησε η καθηγήτρια στην συμμαθήτριά μας. Και πάλι μπροστά μας βρισκόταν ο νόμος, αυτή τη φορά σαφέστατος και άκαμπτος αλλά το ίδιο προβληματικός. Και είναι αλήθεια ότι αυτό το παράξενο ντουέτο τυπολατρίας και αυθαιρεσίας απαντάται πολύ συχνά στο ελληνικό σχολείο.

«Όταν σου κοπανάει μια εγκύκλιο δεν μπορείς να της πεις κάτι» μου είπε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς πριν λίγους μήνες. Όντως, περίπου αυτή είναι η νέα χρήση της εγκυκλίου. Υπάρχει για να «κοπανιέται» στους μαθητές αντί για απάντηση. Γελώντας ένας συμμαθητής μου είπε: «Μην της πας κόντρα στο θέμα των νόμων. Δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις κάτι».
Όταν τον Δεκέμβριο ζητήσαμε από την διευθύντριά μας να κυματίσει μεσίστια η σημαία την επομένη της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μας είπε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι στην δικαιοδοσία της. Την ίδια ακριβώς ημέρα, καταχώρησε την αποχή μας από το μάθημα ως εκδρομή, παρατυπία, κατά την άποψή μου, πολύ μεγαλύτερη από ένα κατέβασμα της σημαίας. «Όταν θελήσει ο καθηγητής να κάνει κάτι θα το κάνει. Αν όμως είναι για μας, λένε 'ο νόμος ήρθε από το υπουργείο'», λέει ένας συμμαθητής μου.
«Όταν προσπαθείς να πεις και συ κάτι σχετικά με τους νόμους σε λένε δικηγόρο.» είπε απηυδισμένη μια συμμαθήτριά μου. «Ναι», συμφωνεί μια άλλη φίλη, «αυτή είναι η πρώτη άμυνα που τους έρχεται στο μυαλό. Να μας περιπαίξουν». Δηλαδή, οι νόμοι είναι γι’ αυτούς, αλλά όχι και για μας. Πράγμα που εξ αρχής αποκλείει τον διάλογο. «Ο καθηγητής έρχεται έχοντας κάτι στο μυαλό του.» συνεχίζει η φίλη μου. «Με τη συζήτηση μπορεί να μην γίνει. Μπορεί να τον επηρεάσεις εσύ αντί να σε επηρεάσει αυτός. Ενώ αν σου δείξει μια εγκύκλιο, σου λέει ότι αυτό είναι το δεδομένο, αυτό είναι το σωστό…».

Συζητώντας με έναν συμμαθητή μου, πρόεδρο της τάξης του, άκουσα: «Όταν τους προτείνω να κάνουμε οτιδήποτε αυτό που ακούω πιο συχνά είναι ‘επιτρέπεται;’ Οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα τι μπορούν οι καθηγητές να σου απαγορεύσουν και τι όχι. Τους έχουν περάσει ότι ό,τι και να κάνουν θα είναι παράνομοι».

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Μουσικοί Τρόποι

Βγαίνοντας από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης ανοίγουμε με μια φίλη την συζήτηση για την μουσική. Εκείνη μαθήτρια του Μουσικού Λυκείου και εγώ του ωδείου, έχουμε προφανώς, διαφορετικές προσεγγίσεις. Η παιδεία που παίρνουν αυτή και οι συμμαθητές της είναι λίγο ως πολύ αυτή ενός «πολυμουσικού», ενός ανθρώπου της σκηνής, που μπορεί να έχει βασικές γνώσεις σε πολλούς τομείς και να αποκτά καθημερινά νέες εμπειρίες. Αντιθέτως, το δικό μας ωδείο φημίζεται για την πειθαρχεία που επιβάλλει στους σπουδαστές του και την αυστηρότητα που το διακρίνει σαν θεσμό. Ποιος από τους δύο «τρόπους», όμως, είναι ο σωστός; Και τι σημαίνει ο καθένας τους;

«Μελετάω την τεχνική μέχρι του σημείου που κάνει το κομμάτι να ακούγεται καλύτερα» λέει μια άλλη φίλη που υποστηρίζει ότι στην κλασσική μουσική επικεντρωνόμαστε στο λάθος και ξεχνάμε το συναίσθημα. «Εγώ δεν είμαι κατά της κλασσικής μουσικής, είμαι κατά του τρόπου με τον οποίο διδάσκεται.» λέει η ίδια φίλη μου. «Ένα μικρό παιδί που χτυπάει με όλη τη δύναμή του μια κιθάρα και ξεφαντώνει είναι γεμάτο αίσθημα. Όταν το πάρεις και το βάλεις να μετρήσει και να βάλει τα σωστά δάχτυλα το ξεχνάει αυτό. Ο τρόπος αυτός σε περιορίζει, δεν είσαι ποτέ εντελώς ελεύθερος.» λέει. Πολλές φορές η εμμονή στους κανόνες χάνει τον αρχικό σκοπό της, και επιβάλλεται στους μαθητές ευνουχίζοντάς τους κατά κάποιο τρόπο εκφραστικά. «Όμως το συναίσθημα πρέπει να ελέγχεται. Η μουσική δεν είναι εκτόνωση» λέει μια γνωστή με αντίθετη άποψη.
      
«Στην τέχνη δεν υπάρχει το ‘πρέπει’» παρατηρεί η άλλη φίλη μου. Για μένα αναμφίβολα υπάρχει. Είναι ακριβώς οι κανόνες που παίρνουν την έμφυτη τάση του ανθρώπου να δημιουργήσει κάτι και το οδηγούν να γίνει τέχνη. Αυτή η διαδικασία σε υποχρεώνει να κάνεις μια πνευματική αναζήτηση ώστε να οδηγήσεις το υπάρχον συναίσθημα μέσα στο έργο. Μέσα από την πειθαρχία και το πέρασμα του χρόνου διδάσκεσαι, αποκτάς αυτογνωσία. Καταλαβαίνεις πως μπορεί να υπάρξει ένα συναίσθημα που θα έχει προκύψει από την κούραση, την επανάληψη, την πειθαρχία, ένα συναίσθημα που θα εισχωρήσει με το χρόνο στο κομμάτι και θα περιέχει όλες τις ώρες που δούλεψε κανείς σ’ αυτό.

«Στην κλασσική μουσική μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε την κάθε νότα», λέω σε μια φίλη, «και οδηγούμε το συναίσθημα απ’ τα βιώματά μας μέσα σε αυτήν». «Είπες ένα λάθος ρήμα», μου απαντάει. «Το ‘‘σκεφτόμαστε’’. Γιατί το συναίσθημα είναι πέρα από τη λογική». Είναι όμως έτσι; Βρίσκω στα λόγια της μια αντίφαση. Λέει πως η «αυστηρή» κλασσική μουσική περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Υπάρχει όμως μεγαλύτερη ελευθερία από την σκέψη;

«Η απολύτως απεριόριστη χώρα κάθε καλλιτέχνη είναι ο εαυτός του.» έγραψε ο e.e.cummings. Ο άνθρωπος καυχιέται για την ελεύθερή του βούληση. Είναι όμως πραγματικά ελεύθερος όταν υποτάσσεται στον εαυτό του, δηλαδή όταν πειθαρχεί. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσει την πνευματικότητα. Ο Λεωνίδας Καβάκος είπε πριν λίγο καιρό, στα παρασκήνια, ύστερα από μια συναυλία του στην Θεσσαλονίκη, ότι οι νέοι μαθητές πρέπει να μελετούν το κάθε έργο στο ιστορικό περιβάλλον στο οποίο γράφτηκε και να βρίσκουν τι σημαίνει για τους ίδιους. «Τι αναζητάτε, κύριε, μέσα στη μουσική;» λέει ο Ζαν-Πιερ Μαρίλ στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στην ταινία Όλα τα πρωινά του κόσμου. Εμείς ζητάμε απ’ αυτήν να πούμε όσα δεν λέγονται με λόγια, όσα είναι τώρα πιο επιτακτικά από οποιαδήποτε άλλη ηλικία. Ζητάμε να μας βοηθήσει να αγγίξουμε πράγματα που υπάρχουν μέσα μας και δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε.

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Έφηβη πατρίδα

Όταν ρώτησα μια φίλη τι είναι για ’κείνη η πατρίδα της, μου απάντησε «Εννοείς την Ελλάδα ή όποια πατρίδα θα μπορούσα ποτέ να είχα;». Και είχε απόλυτο δίκιο. Μπορεί η πατρίδα μας να είναι η Ελλάδα, αλλά «πατρίδα» δεν είναι η Ελλάδα. Το σχολείο, που πολύ συχνά μας μιλάει για την ιδέα της, δεν φαίνεται να παρέχει μια ικανοποιητική απάντηση στο τι είναι αυτή. «Πατρίδα για μένα είναι η ιστορία, οι παραδόσεις, οι ‘ρίζες’ μου», είπε μια συμμαθήτριά μου, επαναλαμβάνοντας πολύ γνωστά στερεότυπα. Δηλαδή;

Εθνικιστές και αντεθνικιστές, όλοι μάχονται στο φόντο μιας εξιδανικευμένης, ανύπαρκτης Ελλάδας-πατρίδας που εκτείνεται από την Ακρόπολη ως την πλατεία Συντάγματος περιλαμβάνοντας ταυτόχρονα πολλά νησιά και ψηφίζει τον Μέγα Αλέξανδρο ως τον μεγαλύτερο Έλληνα όλων των εποχών. Ναι, αυτή είναι μια απλή, σχεδόν χυδαία περιγραφή, αλλά αποτελεί πολύ διαδεδομένο και εύχρηστο στερεότυπο. Αυτό πρεσβεύουν απαίδευτα οι εθνικιστές των παραθύρων αλλά και, περίπου, αυτό έμαθαν, άλλοι γονείς στα παιδιά τους να σέβονται και άλλοι να κρίνουν και να απορρίπτουν.

Η «απλή» αυτή Ελλάδα δεν απευθύνεται σε μας, πάντως. «Όποια πατρίδα και να έχεις πρέπει να μην σε πετάει έξω, να νιώθεις, αν όχι περήφανος, τουλάχιστον εντάξει που είσαι από ‘κει.», λέει μια φίλη. Η πατρίδα, κατά την άποψή μου, είναι πολύ προσωπικό και σύνθετο ζήτημα, κάτι που ως γενιά έχουμε αρχίσει να κατανοούμε καλύτερα από τους προκατόχους μας.

«Στην πατρίδα μου βρίσκονται όλα τα άτομα που εκτιμώ και σέβομαι. Χωρίς την πατρίδα μου δεν θα ήξερα ποια είμαι και πού ανήκω σε αυτή την κοινωνία.», μου είπε μια άλλη δεκαεξάχρονη συμμαθήτριά μου. Θεωρώ τα λόγια της πολύ ενδιαφέροντα. Για μας, όπου και αν κατατασσόμαστε πολιτικά, η πατρίδα δεν είναι πια αυτοσκοπός. Είναι ένας τρόπος να υπάρξουμε σε σχέση με τους άλλους, είναι ένας τρόπος να «συμπεριφερθούμε» στις συναναστροφές μας, είναι ίσως μια πτυχή της προσωπικότητάς μας, είναι κάτι με το οποίο «προσερχόμαστε» στην επικοινωνία με τους άλλους. Όλο και περισσότερο την αμφισβητούμε, σε αντίθεση με τους γονείς μας, όχι ως προς την αξία της, αλλά ως προς την ουσία της.

Υπάρχει μια ομάδα που ονομάζεται «Πατρίδα μας όλη η γη». Χωρίς να υποτιμώ την δράση της, λέω πως όλη η γη δεν μπορεί να είναι πατρίδα μας. Κι ούτε θα έπρεπε. Η πατρίδα μας υπάρχει, ο καθένας μας έχει μία. Η ταυτότητα που αυτή μας παρέχει δεν είναι κάποια που θα έπρεπε να αρνηθούμε. Νιώθω προσβεβλημένη όταν κοροϊδεύει κανείς τη γλώσσα μου ή τους χορούς μου αλλά όχι όταν κάνει το ίδιο για την ελληνική σημαία. Μιλώντας για το κάψιμο μιας σημαίας μια φίλη είπε «Δεν έχουν ήθος, αξίες και όρια». Ακόμα κι αν διαφωνώ, αυτά τα «όρια» που επιβάλλει ο σεβασμός του άλλου είναι ένας κώδικας για να υπάρξουμε, όπως είπε, στην κοινωνία. Και εμείς, που έχουμε καθίσει στα ίδια θρανία με τους μετανάστες και που όχι μόνο πρόκειται να ζήσουμε μια ζωή μαζί τους, αλλά και δεν έχουμε γνωρίσει άλλη χωρίς αυτούς, έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε ότι η δικιά μας «πατρίδα» είναι ένας τρόπος να νιώσουμε και να σεβαστούμε αυτές των άλλων.


Ιωάννα Μπαρτσίδη