Η Κρεβατοκάμαρα του Καβάφη



 
Duane Michals, "The Adventures of Costantine Cavafy" (1978)

«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,



Μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.»

Κ.Π. Καβάφης, «Τείχη», 1896

   Την τελευταία ημέρα του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 27 Ιουνίου 2010, στο εργαστήριο της ομάδας «Οι Κυρίες της Αυλής» παρουσιάστηκε ένα βίντεο με αποσπάσματα από μαγνητοσκοπημένες απαντήσεις μαθητών στους οποίους υποβλήθηκαν ερωτήματα σχετικά με την ομοφυλοφιλία και την ομοφοβία. Μια από αυτές τις ερωτήσεις ήταν και η εξής: «Γνωρίζετε ότι ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος; Πιστεύετε ότι θα έπρεπε να διδασκόμαστε τα ερωτικά του ποιήματα του στο σχολείο;»

  «Δεν μας ενδιαφέρει τι έκανε ο Καβάφης στο κρεβάτι του, έτσι κι αλλιώς ήταν μέγιστος» ειπώθηκε πολλές φορές. Μπορούμε να πούμε ότι και μόνο αυτή η φράση αντανακλά μια στάση, μια στάση που ίσως να ονομάζαμε την στάση της «καλής πρόθεσης».

  Γιατί αυτός που παίρνει αυτή τη στάση έχει μάθει ότι δεν πρέπει να είναι ρατσιστής και έχει την πρόθεση να απαντήσει «μη ρατσιστικά». Απαντά με βάση αυτό που πιστεύει ότι είναι ρατσισμός.

   Έχει φοιτήσει στο ελληνικό σχολείο από τα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα και μετά, σε ένα σχολείο δηλαδή που προσπαθεί με διάφορους τρόπους να είναι πολιτικά ορθό, που έχει κολλημένες στους διαδρόμους του αφίσες με αγκαλιασμένα λευκά και μαύρα παιδάκια και που σε μαθαίνει ότι «δεν κρίνουμε τον άλλο γι’ αυτό που είναι». Τι σημαίνει όμως δεν κρίνουμε τον άλλο για αυτό που είναι; Αυτή είναι κατά την γνώμη μου μια εντελώς κενή φράση, μια φράση πάνω στην οποία θεμελιώνεται ένας δεύτερης γενιάς ρατσισμός, ένας ρατσισμός της ανεκτικότητας αλλά της μη αποδοχής.

   Και αυτό φαίνεται στην περίπτωση Καβάφη. Δεν κρίνουμε λοιπόν τον Καβάφη για αυτό που είναι. Μας ενδιαφέρει τι έκανε στο γραφείο του και όχι στην κρεβατοκάμαρά του. Θέλουμε να μπούμε στο σπίτι του Καβάφη από το παράθυρο του γραφείου χωρίς να περάσουμε καθόλου από την κρεβατοκάμαρα. Θέλουμε να προσπεράσουμε, να ανεχτούμε και όχι να αποδεχτούμε την ομοφυλοφιλία του, λόγω και μόνο λόγω της αξίας του ποιητικού του έργου. Προτείνουμε δηλαδή στον Καβάφη μια ανταλλαγή, μας δίνει τις «Θερμοπύλες» ή την «Ιθάκη» και εμείς ανεχόμαστε την ομοφυλοφιλία του σαν ένα είδος ποιητικής άδειας.

   Το ίδιο συμβαίνει και με τα κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας που αναφέρονται σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Αν και εφόσον συζητηθεί το θέμα, αυτό γίνεται πάντα με διευκρίνιση όπως: «οι αρχαίοι έλληνες ήταν μεγάλοι κι ας είχαν αυτά τα γούστα.» Τι θα πει «κι ας είχαν αυτά τα γούστα»;

   Ό,τι θα πει και δεν κρίνουμε τον άλλο «γι’ αυτό που είναι». Εγκαθιδρύουμε μια ανταλλακτική σχέση. Παίρνουμε από τον Πλάτωνα αυτό που θέλουμε να μας δώσει, το επονομαζόμενο «μεγαλείο» και σε αντάλλαγμα ανεχόμαστε τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, τα επονομαζόμενα «γούστα».

  Τι μας μαθαίνουν αυτές οι ανταλλαγές; Μας μαθαίνουν μόνο να προεκτείνουμε αυτήν την λογική πέρα από την λογοτεχνία. Μικρές χιλιάδες ανταλλαγές, μικρές χιλιάδες προϋποθέσεις για να είσαι αυτό που είσαι και για να το δέχομαι. Και η στάση της καλής πρόθεσης γίνεται στάση της ανταλλαγής.

  Ποτέ όμως καμία ανταλλακτική λογική δεν οδήγησε στην πραγματική γνώση. Δεν γνωρίζεις έτσι ολόκληρη την ποίηση ενός ολόκληρου ανθρώπου, ούτε την ιδιαιτερότητα μιας «μεγαλειώδους» εποχής.

  «Τα ποιήματα που διδάσκονται στο σχολείο πρέπει να είναι καθαρά εκπαιδευτικού περιεχομένου» λέει κατηγορηματικά στην κάμερα ένας μαθητής. Κι ας μην ήθελε να πει αυτό, θα εκμεταλλευτώ τα λόγια του. Πρέπει να είναι εκπαιδευτικού περιεχομένου, άρα να μας παρέχουν παιδεία. Να μας μαθαίνουν τον κόσμο ενός ποιητή, το πνεύμα μιας εποχής. Να κρίνουν τον άλλο για αυτό που είναι. Για όλο αυτό που είναι. Πρέπει δηλαδή να μας βάζουν στο σπίτι του Καβάφη και όχι μόνο στο γραφείο του.



Ιωάννα Μπαρτσίδη

Τα όπλα στο τραπέζι

 (Η Ουλρίκε Μάινχοφ στο γραφείο της στο Βερολίνο)
  
   Την Δευτέρα 31 Μαΐου, γύρω στις δώδεκα το βράδυ, ενώ διάβαζα στο δωμάτιό μου, τα μάτια μου έτσουξαν και δάκρυσαν. Έξω από το παράθυρό μου πετούσαν δακρυγόνα στους οπαδούς του Ηρακλή που έκαναν καταστροφές. Όταν έχεις ήδη δακρύσει δεν ξέρεις αν είναι πια αργά για να κλείσεις το παράθυρο.

  «Είναι δυνατόν να επικρατήσει φασιστικό καθεστώς ή Απολυταρχία ξανά στην Γερμανία;». Οι μαθητές απαντούν πως είναι αδύνατο. Είναι η γερμανική ταινία «Το Κύμα», η οποία ήδη θεωρείται must ανάμεσα στους συνομηλίκους μου. Πότε είναι λοιπόν ένα δωμάτιο, ένας θεσμός, μια κοινωνία, θωρακισμένη απέναντι στη βία;

  Το σημερινό ελληνικό σχολείο δηλώνει ότι είναι ένας δημοκρατικός θεσμός. Θέτει τη βία απέναντί του. Όμως, ποιους μηχανισμούς έχει το σχολείο που να την εμποδίζουν να εισέλθει; Ποιους μηχανισμούς έχει που να την εμποδίζουν να συμβεί; Εκτός από δημοκρατικός είναι και ένας θεσμός που ασκεί εξουσία. Πώς εμποδίζει λοιπόν την κατάχρησή της; Υπάρχουν τρόποι να υπερασπιστεί ένας μαθητής την δική του ελευθερία του λόγου αλλά και των άλλων, να υποδείξει ότι καταπιέστηκε ή τραυματίστηκε, να αντισταθεί απέναντι σε μία βία της οποίας γίνεται μάρτυρας; Κι ακόμα, υπάρχουν μηχανισμοί που τον εμποδίζουν να γίνει θύτης;

   «Μια πέτρα που πετάγεται είναι κολάσιμη πράξη. Χιλιάδες πέτρες είναι πολιτική πράξη» είχε πει η Ουλρίκε Μάινχοφ. Και μία πέτρα είναι πολιτική πράξη. Είναι πολιτική πράξη για ολόκληρο το σύμπαν μέσα στο οποίο πετιέται, για τον καθένα μέσα σ’ αυτόν. Είναι μια δική του πράξη. Τον καλεί να προσδιοριστεί, τον θέτει μαζί της ή απέναντί της. Αυτό όμως συμβαίνει όταν κάτι έχει ήδη συμβεί. Τότε υπάρχει πόνος, συγγνώμη, καταδίκη. Αλλά η συγγνώμη δεν έχει να κάνει με το ηθικό δίλημμα. Όταν παίρνουμε θέση απέναντι σε ένα τετελεσμένο γεγονός, όταν ορίζουμε κάτι ως εχθρό, το έχουμε ήδη αφήσει να μας ορίσει εκείνο. Κάθε πέτρα που πετάγεται μοιάζει να γίνεται μια δική μας πράξη.

   Αλλά και για όσες πέτρες υπάρχουν στην γη, για όσα όπλα υπάρχουν πάνω στο τραπέζι, απέναντι σε κάθε θεσμό εξουσίας, απέναντι σε κάθε δυνατότητα κατάχρησης, απέναντι στην βία πριν την βία, υπάρχει μια πολιτική πράξη. Υπάρχει ένα όριο που μπορούμε να εντοπίσουμε μόνο μέσα από τον εαυτό μας, μόνο γνωρίζοντας τι εμείς είμαστε, ορίζοντας τον εαυτό μας πριν κάτι μας βάλει απλά «απέναντί του». Κάθε πέτρα που βρίσκεται στη γη είναι μια δική μας πράξη. Κάθε όπλο που βρίσκεται στο τραπέζι σε καλεί να αναμετρηθείς μαζί του.

   «Όταν ο εχθρός σε πολεμά βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο» επαναλαμβάνουν την γνωστή φράση οι αντάρτες πόλεων στην ταινία «Το Σύμπλεγμα Μπάαντερ-Μάινχοφ». Κι εκείνοι σε ποιον δρόμο βρίσκονταν; Σε τι έμοιαζαν οι πράξεις τους με αυτές των εχθρών τους; Οι πράξεις των εχθρών τους ήταν και δικές τους πράξεις. Οι πράξεις τους ήταν και πράξεις των εχθρών τους. Τους ήταν αδύνατο να μην περάσουν το όριο, να μην κάνουν την κατάχρηση. Τα όπλα που ήταν στα χέρια τους ήταν ο εαυτός τους μαζί και ο εχθρός τους.

  Γιατί η βία είναι εκείνο το δαχτυλίδι. Ψάξ’ το, ψάξ’ το, δεν θα το βρεις. Είναι εκεί που δεν υπάρχει εαυτός και δεν υπάρχει εχθρός, εκεί που οι πέτρες ακουμπούν στη γη και τα όπλα που κανέναν δεν δείχνουν, που δεν σε σημαδεύουν και με τα οποία δεν σημαδεύεις, βρίσκονται πάνω στο τραπέζι… Ψάξ’ το, ψάξ’ το, δεν θα το βρεις.
Ιώαννα Μπαρτσίδη






Ανοιχτό Θέμα

(από το ντοκιμαντέρ "Murid", 2010)
  
      Την Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010, στις 15.30, παρακολούθησα την δωρεάν για μαθητές προβολή της ταινίας «Murid» της Κύπριας Γελίζ Σουκρί στο 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Διαρκούσε λιγότερο από μια ώρα και αναφερόταν στην επήρεια που ασκεί ο μυστηριώδης Κύπριος Σεΐχης Νάζιμ της σέκτας των Σουφίδων σε μουσουλμάνους του εξωτερικού και ιδιαίτερα της Δύσης, προσεγγίζοντας το θέμα μέσα από την εμπειρία και τη διήγηση του Κρις (ή Αλλαουντίν) που κατοικεί στην Γερμανία και έχει από τα δεκαεφτά του ασπαστεί το Ισλάμ. Το ντοκιμαντέρ έθιγε καινούργια ζητήματα και άφηνε πολλά ερωτήματα ανοιχτά. Ο λόγος όμως που αναφέρω την εμπειρία μου αυτή δεν έχει καθόλου να κάνει με την ταινία αυτή καθ’ αυτή.

   Μόλις τα φώτα άνοιξαν και καταλάγιασαν τα πρώτα μουρμουρητά, μπροστά στη σκηνή εμφανίστηκαν η σεναριογράφος-σκηνοθέτης Γελίζ Σουκρί, ο παραγωγός της ταινίας Σταύρος Παπαγεωργίου και ένας μεταφραστής για να γίνει συζήτηση σχετική με την ταινία. Τα χέρια σηκώθηκαν ετοιμότατα. Αλλά ο Αλλαουντίν και ο Σείχης Νάζιμ δεν ενδιέφεραν κανέναν…

   Γιατί δεν έγινε στο έργο αναφορά στη διαιρεμένη Κύπρο; Γιατί δεν δόθηκε προσδιορισμός ως προς το ότι η Λεύκα, απ’ την οποία είδαμε πλάνα, βρίσκεται στα «Κατεχόμενα»; Πώς επιτρέψατε να φαίνεται η σημαία του Τουρκοκυπριακού κράτους σε πλάνο μικρής διάρκειας; Περίπου τέτοιες ήταν οι ερωτήσεις που έπεσαν βροχή και κατεύθυναν την συζήτηση πολύ μακριά από την ταινία. Πολύ γρήγορα «τα αίματα άναψαν», οι θεατές ύψωσαν την φωνή τους, αγνόησαν τον μεταφραστή που προσπαθούσε να διευθύνει την συζήτηση και δεν του επέτρεψαν καν να μεταφράσει στα ελληνικά τις απαντήσεις τις σκηνοθέτιδας.

   Γιατί βεβαίως δεν τους ενδιέφερε η άποψή της. Δεν τους ενδιέφερε το θέμα που έθιγε η ταινίας της αλλά ούτε καν και ό,τι είχε να πει πάνω στο θέμα που οι ίδιοι είχαν θέσει. Εξ αρχής, δεν είχαν έρθει για να μάθουν απ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, να προβληματιστούν με τις κρυμμένες όψεις και τις άλλες μορφές ζωής και θρησκευτικότητας που αναδείκνυε.

   Στηλίτευσαν ένα πλάνο τόσο μικρής διάρκειας που εγώ η ίδια δεν κατάφερα να το προσέξω και να το φέρω στη μνήμη μου κατά τη διάρκεια της συζήτησης, πέταξαν τα επιχειρήματά τους το ένα μετά το άλλο με αξιοπερίεργη ετοιμότητα, αποτελούσαν πλειοψηφία και το γνώριζαν. Αργότερα, έμαθα πως παρόμοια περιστατικά «παρέμβασης» έχουν ξανασυμβεί στα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και Κινηματογράφου, από ανθρώπους που είχαν προσέλθει «καλά διαβασμένοι» στις αίθουσες προβολής και δεν θα τους αποκαλούσα ακριβώς σινεφίλ.

   Είναι αλήθεια πως το ντοκιμαντέρ άφηνε ένα μικρό, ελάχιστα αισθητό κενό στο ζήτημα της διαιρεμένης Κύπρου. «Η ταινία δεν είναι πολιτική» είπε ο παραγωγός. «Όλα είναι πολιτικά. Τι θέλατε να είστε; Πολιτικά ορθοί;» απάντησαν και χτύπησαν όντως διάνα.

   Από την άλλη όμως, πόσα άλλα θέματα αφήνουμε να περάσουν, ακόμα κι αν είναι εξίσου πολιτικά, με αυτόν τον τρόπο; «Ποτέ δεν μπορείς να κερδίσεις»μου λέει η σκηνοθέτης, και δεν αναφέρεται σε στρατούς και μάχες αλλά στο δικαίωμα να πεις κάτι, να μιλήσεις. Δεν επιτρέπουμε στην Γελίζ Σουκρί να μιλήσει, δεν κάνουμε την παραχώρηση στο Μεγάλο θέμα που θα της δώσει τον λόγο στα μικρά, δεν την αφήνουμε στιγμή να ξεχάσει πως τα λόγια της εδώ δεν περνούν, για ό,τι κι αν μιλάει. Με τον ίδιο τρόπο αρνούμαστε ανθρώπους που ζουν και υπάρχουν, σημαίες που κάπου ανεμίζουν. «Οι σημαίες υπάρχουν» φωνάζει «ανεξάρτητα απ’ το τι πιστεύω εγώ ή εσείς». Και αυτός είναι ο στόχος του ντοκιμαντέρ. Να φωτίζει μια πραγματικότητα.

   Όμως εκείνοι προτιμούν όχι. Να αρνηθούμε αν χρειαστεί και όσα υπάρχουν, τυφλοί για κάθε τι άλλο, τυφλοί και σ’ αυτό το ίδιο, να κρατάμε όχι την μνήμη ζωντανή αλλά την πληγή ανοιχτή. Τα θέματα που μένουν αιώνια ανοιχτά είναι αυτά που επιλέγουμε να τα ανοίγουμε αιώνια, αγνοώντας κάθε τι άλλο, αγνοώντας πραγματικότητες.

Ιωάννα Μπαρτσίδη





Τα εσώρουχα της γιαγιάς μου




      Δεν υπάρχει πια ανισότητα των δύο φύλων. Δεν υπάρχει καταπίεση των γυναικών. Δεν υπάρχουν διακρίσεις. Τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει. Η εποχή των γιαγιάδων μας έχει περάσει ανεπιστρεπτί, η μαμάδες μας κέρδισαν για μας τον κόσμο όπως είναι σήμερα. Τα κορίτσια δεν φοράνε ποδιά, ο μπαμπάς βάζει σκούπα, οι άντρες κάνουν κι αυτοί στριπτίζ. Είμαστε ελεύθερες. Φεμινίστριες δεν είμαστε γιατί είναι υπερβολή. Δεν υπάρχει στο κάτω-κάτω κάτι άλλο να διεκδικήσουμε.

     Κι όμως υπάρχει ένα κατάστημα με εσώρουχα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης που έβαλε μια ζωντανή κοπέλα στη βιτρίνα του για να διαφημίσει τα προϊόντα του. Όταν μου πρότεινε μια φίλη να την συνοδεύσω της είπα ότι έχω ορκιστεί να μην μπω ποτέ εκεί μέσα. Εκείνη μου απάντησε ότι δεν πειράζει να αγοράζεις καμιά φορά ακριβά εσώρουχα όταν είσαι «συνειδητοποιημένη».

    Κι όμως η ίδια, καθώς και πολλοί άλλοι συνειδητοποιημένοι συνομήλικοι μου, αρνούνται να δώσουν έστω και ένα ευρώ στην αλυσίδα καταστημάτων Starbucks επειδή λέγεται ότι χρηματοδοτούσε τον πόλεμο στο Ιράκ. Όντας γυναίκα, νιώθει αλληλεγγύη για τους Ιρακινούς, όχι όμως για μια κοπέλα που πληρώθηκε για να μείνει οχτώ ώρες ημίγυμνη σε μια βιτρίνα. Δεν νιώθει υποτιμημένη από αυτήν την εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος. Δεν την αισθάνεται καθόλου. Είναι πιο ανεπαίσθητη, δεν πρόκειται για ανθρώπους που ζουν και σκοτώνονται κάπου μακριά αλλά για κάτι που εμείς οι ίδιες είμαστε.

    Το «δεν πειράζει» μια κουβέντα είναι. Μια κουβέντα που πειράζει πολύ. Δεν πειράζουν τα ακριβά εσώρουχα, αυτό που πειράζει είναι να φοράς τα εσώρουχα «της γιαγιάς σου». Δεν πειράζει να μην βλέπεις στον πίνακα, αυτό που πειράζει είναι να φοράς γυαλιά. Δεν πειράζει να μιλάς σαν μωρό για να δείχνεις πιο γλυκιά, αυτό που πειράζει είναι να μιλάς για δύσκολα θέματα και να μοιάζεις ξενέρωτη. Μήπως κιόλας δεν πειράζει να μην τρως για μέρες για να είσαι αδύνατη; Μήπως δεν πειράζει να είσαι μόλις δεκαεφτά χρονών και να έχει σηκώσει πάνω σου το χέρι του ο φίλος σου; Μήπως δεν πειράζει να σε απατά γιατί, σύμφωνα με την αναλογία ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα, του αναλογούν περίπου 1,2 γυναίκες;

       «Το 1960 οι γυναίκες πέταξαν τα σουτιέν τους ζητώντας να είναι ελεύθερες» είπα σε μια φίλη μου. «Τώρα έχουμε 2010 ίσως; » απάντησε ειρωνικά. Σίγουρα έχουμε 2010. Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο έχουμε προχωρήσει πενήντα χρόνια μπροστά. Περάσαμε από τον κορσέ στο γυμνό στήθος κι από εκεί στην διπλή ενίσχυση. Είμαστε δεκαεφτά χρονών και κρύβουμε «τις ατέλειες», ενισχύουμε εκεί που υστερούμε, στρογγυλεύουμε ό,τι είναι πάνω μας αιχμηρό.

      Μισούμε το σώμα μας και το βελτιώνουμε συνεχώς. Σε κανέναν δεν αρέσουμε έτσι όπως είμαστε γιατί και σε μας τις ίδιες δεν αρέσει ο εαυτός μας χωρίς σουτιέν. Κάθε μέρα, πολλές από εμάς οδηγούνται στην νευρική ανορεξία, στην κατάθλιψη, γίνονται θύματα καταναλωτικής μανίας, κι ακόμα, τυπώνονται γυμνές σε αφίσες πολιτικών οργανώσεων, γίνονται βιτρίνες, παρενοχλούνται σεξουαλικά, υποτιμούνται και εκμηδενίζονται. Αλλά θα μας πάρει πολύ καιρό να νιώσουμε αλληλεγγύη, θα μας πάρει πολύ καιρό να δούμε τις άλλες όταν μισούμε τον εαυτό μας.

     Η γιαγιά μου δεν ήταν φεμινίστρια. Αλλά προτιμώ να φοράω τα «εσώρουχά της», όπως μου είπε κάποια, παρά αυτά μιας γυναίκας που γίνεται κούκλα βιτρίνας. Προτιμώ να φοράω τα εσώρουχα μιας γυναίκας που καταπιέζεται από τα έξω και έχει συνείδηση του υποβιβασμού της παρά μιας γυναίκας που χωρίς να αμφισβητεί την «ισότητα» του κόσμου στον οποίο ζει νιώθει βαθιά μέσα της κενά που δύσκολα γεμίζουν με ενίσχυση. Κάτω απ’ τα ρούχα, κάτω απ’ τα εσώρουχα, δεν είναι ούτε ελεύθερη ούτε ωραία. Ελευθερία, από το ελεύσομαι, είναι αυτή που θα έρθει, που πάντα θα έρχεται, και για να την έχεις πρέπει να την κυνηγάς. Πρέπει να πιστεύεις πως την αξίζεις.
Ιωάννα Μπαρτσίδη

Κοιτώντας τα βήματά μας

   
    «Είμαστε η πρώτη μεταπολεμική γενιά που θα περάσει χειρότερα οικονομικά από την προηγούμενή της». Αυτή η φράση είναι σίγουρα βαριά. Δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να αρχίζεις τη μέρα σου ή τη ζωή. «Οι γονείς μας, ανεξάρτητα από πού ξεκίνησαν, έχουν τώρα κάπως βολευτεί. Δεν ξέρω αν θα μου συμβεί αυτό ποτέ» λέει μια φίλη. Και τι σημαίνει αυτό για εκείνη;

   «Δημιουργείται ένα κλίμα άγχους, αν όχι πανικού, που διαρκεί…» λέει κάποιος άλλος. Ναι, διαρκεί, διαρκεί πολύ. Κανείς δεν μπορεί να δει πότε θα τελειώσει. Πρέπει να φανταστούμε έτσι τη ζωή μας. Πρέπει να την φτιάξουμε έτσι. «Ακούω ειδήσεις και σκέφτομαι ότι δεν θέλω να δουλέψω και να κάνω παιδιά σ’ αυτή τη χώρα. Είναι απελπισία. Μιλάνε όλοι για ένα χρέος που εμείς θα σηκώσουμε» μου είπε μια άλλη συμμαθήτρια. «Προτιμώ να μην ακούω. Θα ήθελα να τους ζητήσω, αφού είναι να τα σηκώσουμε εμείς, τουλάχιστον να μην μας απογοητεύουν» απαντά κάποιος. Το κλίμα που δημιουργείται, η ζωή που προδιαγράφεται δεν εμψυχώνει αυτούς που πάνε στην πρώτη γραμμή. Και η πρώτη γραμμή χρειάζεται πολύ ιδιαίτερη ψυχολογία. Όταν δεν σκέφτεσαι το μέλλον, σκέφτεσαι το παρόν. Συνεχίζεις να περπατάς. Κοιτάς λοιπόν κάτω, αλλά προσέχεις τα βήματά σου.

   «Κατά πόσο είναι κακό; Ίσως μας οδηγήσει στο να βάλουμε άλλες προτεραιότητες, την υγεία για παράδειγμα…Ίσως μας κάνει μια γενιά πιο ώριμη απ’ τις προηγούμενες» λέει μια φίλη. Είναι αλήθεια πως όταν έχεις μπροστά σου ένα μέλλον αβέβαιο προσέχεις τι ζητάς. Όλο και περισσότερο ακούω τους φίλους μου να λένε ότι θέλουν απλά να βρουν μια δουλειά, δεν θέλουν να φτιάξουν περιουσία, αυτό που μετράει είναι «να περνάμε καλά». «Τώρα πια το σκέφτεσαι πριν αγοράσεις κάτι, σκέφτεσαι αν το χρειάζεσαι. Το ίδιο και για πιο σημαντικές αποφάσεις» λέει ένας φίλος. Ίσως έτσι να δίνεται μια απάντηση στον καταναλωτισμό, να μπαίνει το πολυπόθητο μέτρο, αλλά τι συμβαίνει όταν κανείς αρχίζει να το σκέφτεται διπλά πριν κάνει σχέδια και πριν ονειρευτεί;

    «Σε καμιά γενιά δεν άνοιξαν τον δρόμο στα όνειρά της. Τώρα πολύ περισσότερο» σχολιάζει μια φίλη που δίνει για τη Μουσικολογία. «Το ξέρω καλά πως θα δουλέψω σερβιτόρα, ίσως και για πάντα. Είναι μια ουτοπία να ζήσω ποτέ από τη μουσική. Αλλά δεν με νοιάζει» Όπως δεν θέλει κανένα σοφό δάχτυλο να της δείξει ποια είναι πιο σίγουρη επιλογή έτσι δεν σκοπεύει και να ζητιανέψει από κανέναν αυτήν την ουτοπία. Θα παλέψουμε για να τα καταφέρουμε, θα κερδίσουμε μαζί και την ελπίδα, με κάνει να σκεφτώ. «Συμβιβάζεσαι με λιγότερα, λιγότερα αλλά στο τέλος μένει κάτι για να γίνει αυτό το όνειρό σου» λέει ένας συμμαθητής.

   «Απ’ τους γονείς μας ναι, θα περάσουμε πιο δύσκολα. Αυτοί δεν είναι όμως που τα έκαναν έτσι;» γελά μια συμμαθήτριά μου. Και γελάω και ‘γω μαζί της. Σκέφτομαι την ταινία “Hairspray” που είδα πέρυσι με την μητέρα μου, η οποία άνοιγε με το τραγούδι “Good morning, Baltimore”. Μου είχε πει τότε: «Η εποχή του ’50 και του ’60 είχε τέτοια αισιοδοξία...Ήταν μια αθώα και αφελής εποχή αλλά είχε τεράστια ελπίδα για το μέλλον» Και μια εποχή που έκανε τεράστια λάθη μέσα στην αφέλειά της.

   Μπορεί άραγε η γενιά μου, που πρέπει να παλέψει, πιο πολύ απ’ ότι για τη ζωή της, για την ίδια την ελπίδα της, να γίνει έστω πιο σοφή; Μπορεί, αν πρέπει να κάνει όνειρό της το ελάχιστο, να ελπίζει τουλάχιστον να κάνει λιγότερα λάθη;

Ιωάννα Μπαρτσίδη
 


Γιώργος Ιακωβίδης, Τα πρώτα βήματα
(1893)

(Πυρο)τεχνήματα

    
         «Κάθε τέχνη είναι τελείως άχρηστη». Με αυτές τις λέξεις κλείνει ο Όσκαρ Ουάιλντ τον πρόλογο του «Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ». Η τέχνη, ακριβώς γι’ αυτή της την μη χρησιμότητα μοιάζει να απουσιάζει απ’ την ζωή μας εντελώς. «Άκου και λίγο ποίηση. Δεν πρόκειται να σου κάνει κακό» λέει ο καθηγητής στο μάθημα της Λογοτεχνίας. Ευτυχώς που δεν βλάπτει κιόλας. Για καλό ούτε λόγος. «Με τα ποιήματα δεν ακονίζεται το μυαλό» λέει άλλος πάλι στα Μαθηματικά. Και ‘μεις που τα ‘χουμε ακούσει πολλές φορές αυτά και τα ‘χουμε χωνέψει, δεν ασχολούμαστε πια με άχρηστα πράγματα, τα μυριζόμαστε αμέσως και τα αποφεύγουμε. Ή μήπως όχι;

    «Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα και πως την εμπιστευόταν πάντα - τι τρέλλα!- την ψεύτρα που έλεγε "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό."» παραθέτει μια φίλη μου στο Facebook. Άλλοι ανταλλάσσουν στίχους του Πόε, αφήνοντας τους ο ένας στον ηλεκτρονικό τοίχο του άλλου, σαν ένα ιδιότυπο γκράφιτι, σαν τα συνθήματα μιας άυλης πόλης. Φίλοι φίλων χρησιμοποιούν εικόνες του Μοντιλιάνι ή του Πικάσο που ψάρεψαν στο ίντερνετ, στην θέση της προσωπικής τους φωτογραφίας, κάποιοι χωρίς να ξέρουν καν το όνομα του καλλιτέχνη. Επικολλούν ολόκληρα αποσπάσματα από βιβλία, στίχους από τραγούδια που τους φαίνονται ποιητικοί ή τους αγγίζουν, σχολιάζουν με αποφθέγματα και quotes που κάπου τα βρήκαν, είτε αυτά είναι των αδερφών Marx ή του Γούντι Άλλεν. Σε κάποιους τοίχους απόψε παίζει ξανά η Καρέζη αποσπάσματα από το «Μεγάλο μας Τσίρκο», κάποιοι πιάνουν πηγαδάκι κάτω από ένα αναρτημένο τρέιλερ του «Κύματος».

     Και αυτό που συμβαίνει ξεπερνά την απλή αναπαραγωγή των έργων μεγάλων καλλιτεχνών, είναι και αυθεντική δημιουργία. Κάθε τρεις και λίγο αναρτάται ακόμη ένα άλμπουμ φωτογραφιών, τραβηγμένων συχνά από κινητό, επεξεργασμένων ύστερα με πρόγραμμα στον υπολογιστή, με «πειραγμένα» τα χρώματα, τον φωτισμό, το κοντραστ, με επικολλημένες λέξεις να τις διασχίζουν διαγωνίως και καθέτως, αλλά μερικές φορές και με μια αρχική παράξενη, ενδιαφέρουσα οπτική γωνία ή θέμα. Φωτογραφίες που μοιάζουν με τέχνη, που είναι όντως τέχνη, που θυμίζουν Άντι Γόρχολ ή μια διαφήμιση που είδα χτες, μα που πάντως ξεχωρίζουν. Μικρά κειμενάκια τις συνοδεύουν, λεζάντες με χιούμορ, με ειρωνεία, με μεράκι. Και συνεχείς ανανεώσεις των «καταστάσεών» μας, μικρές φράσεις, «κελαηδίσματα» (twitter) όπου περιγράφει κανείς χρησιμοποιώντας λίγες λέξεις τι κάνει αυτή τη στιγμή ή πώς νιώθει. Σχόλια επί σχολίων, απαντήσεις που ανταγωνίζονται η μια την άλλη στην εξυπνάδα και στην συντομία, στην περιεκτική και εντυπωσιακή διατύπωση.

      Μα τι είναι όλα αυτά; Από πού ξεφύτρωσαν; Είναι δυνατόν να τα φτιάχνουν δεκαεξάρηδες μεταξύ σχολείου και φροντιστηρίου; Και πάνω απ’ όλα γιατί; Αφού είναι τελείως άχρηστα, δεν στολίζουν παρά μονάχα ιστοσελίδες στον υπολογιστή των οποίων την χρησιμότητα πάλι αγνοούμε και μοιάζουν να μην έχουν έναυσμα και λόγο ύπαρξης. Βρίσκονται μέσα σ’ ένα κουτί που άμα βγει από τη πρίζα θα χαθούν μεμιάς. Τις πολλές ώρες που περνούν μπροστά στο πισι τέτοια κάνουν; Όπως φαίνεται, ναι.

     Κι αν περίμενε κανείς πως θα περνούσε η γενιά μας μια ολόκληρη ζωή χωρίς την Τέχνη, αν νόμιζε πως βγήκαμε πιο σώφρονες κι απ’ τους γονείς μας και διώξαμε απ’ την καθημερινότητά μας όλα τα ανώφελα, γελάστηκε. Εκεί που αφιερώνουμε μεγάλο μέρος του χρόνου μας, εκεί σκάει και σε ξαφνιάζει η δική μας έκφραση, η δική μας απόπειρα να γίνουμε καλλιτέχνες, εκεί που δεν μας βλέπουν, εκεί που ούτε και ‘μεις βλέπουμε τον εαυτό μας, εκεί που ξεχνιόμαστε και ξελασκάρουμε. «Α, πολιτεία, πολιτεία, αγαπημένη μου, με τους κεραυνούς σου μυστικά αποθηκευμένους στους υπόνομους» λέει ο Ρίτσος στην Ανυπόταχτη Πολιτεία. Και ακόμα κι αν είναι παρερμηνεία, νομίζω πως κι οι δικοί μας κεραυνοί ομορφιάς και έκφρασης και τέχνης είναι μυστικά αποθηκευμένοι και κάποτε σκάνε, ανώφελα ίσως, χωρίς κάποιον να στοχεύουν, και φωτίζουν τους ουρανούς μας.

Ιωάννα Μπαρτσίδη

Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι της συμμαθήτριάς μου 
Ραφαέλλας Τρούπκου

ΕΔΩ

 
"Ολύμπιον"


"Αριστοτέλους Σουρεάλ"


"Παραλία"


ΑΘΗΝΑ

"Κάπου κάτω απ'την Ακρόπολη"

ΟΥΓΓΑΡΙΑ

Βουδαπέστη



ΓΕΡΜΑΝΙΑ



Δρέσδη


"Μύλος"

"Sie Verlassen den Amerikanischen Sektor"



Τo Tοίχος 


"Checkpoint Charlie, East-side Gallery"
I



"Checkpoint Charlie, East-side Gallery"
II

"Checkpoint Charlie, East-side Gallery"
III



Η αξία του διαλόγου

   

    Λυμένα Θέματα και Ασκήσεις, Νεοελληνική Γλώσσα και Έκθεση, Γ’ λυκείου: «Η αξία του διαλόγου. Ο κατάλληλος δίαυλος της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα ή σε ευρύτερες ομάδες (π.χ. οικογένεια, σχολική τάξη, ενώσεις εργαζομένων κλπ) είναι ο διάλογος.[…] Ένα ακόμα όφελος του διαλόγου είναι η επίλυση των διαφορών των συνομιλητών.[…] Από τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι η χρήση του διαλόγου βοηθά κάποιον να καλλιεργήσει τις κοινωνικές αρετές, όπως την αλληλεγγύη, την αλληλοκατανόηση, τον αλληλοσεβασμό, την άμιλλα τις οποίες ο καθένας ξεχωριστά αξίζει να υπηρετεί.»


    Ο διάλογος (μαζί ίσως με την Εικονομαχία και το φαινόμενο του Θερμοκηπίου) είναι από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στις σχολικές τάξεις και σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα σος για τις Πανελλήνιες. Εκτός απ’ αυτό, είναι κατά την άποψή μου, και η μεγαλύτερη ειρωνεία του εκπαιδευτικού συστήματός μας και, αν κάνει κανείς έναν απολογισμό όσων είδε και άκουσε τα τελευταία έντεκα-δώδεκα χρόνια στο σχολείο, η ωραιότερη φάρσα που έτυχε ποτέ να παρακολουθήσουμε.

   Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα και για καθαρά συμβολικούς λόγους, υπήρξαν κινητοποιήσεις στο σχολείο μου, τέτοιες που είχε να δει από το 1995. Τα όσα συνέβησαν τα θεωρώ πολύ πρωτότυπα. Οι μαθητές κατέλαβαν το σχολείο αλλά επέτρεψαν στους καθηγητές να μπουν μέσα στο κτήριο, συγκάλεσαν γενική συνέλευση σχολείου και στη συνέχεια έκαναν διάλογο με την Διεύθυνση, την Προϊσταμένη Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που κατέφθασε και τον σύλλογο καθηγητών. Την επόμενη μέρα ξαναήρθαν στο σχολείο στις 8.15, κανονική ώρα προσέλευσης, και συνέχισαν τον διάλογο με τον σύλλογο των καθηγητών και την Διεύθυνση για περίπου τέσσερις ώρες. «Ας ελπίσουμε να βρεθούν λύσεις στα προβλήματά μας τώρα που άρχισαν να γίνονται και θαύματα» έλεγε μια φίλη στην αρχή. «Πάλι δεν καταλήξαμε πουθενά. Πάλι δεν κερδίσαμε τίποτα. Για λίγο ήταν και μετά ψόφησε» έλεγε μετά όταν, παρά την υποδειγματική κινητοποίησή μας, είχε μείνει να μετράει τις χαμένες εκδρομές.

   Αυτή είναι η αξία του διαλόγου. Αυτή ακριβώς. Τόσο μας κόστισε ο διάλογος. Δύο χαμένες εκδρομές για την Πρώτη και την Δευτέρα λυκείου και τους περιπάτους μιας σχολικής χρονιάς. Και ίσως να πρέπει να μετρήσουμε στα χαμένα και την πίστη μας ότι μπορούμε να πετύχουμε κάτι μέσω του διαλόγου, την όποια εμπιστοσύνη μας στα όσα διδασκόμαστε τόσο καιρό.

    Δεν προεξοφλώ τις αλλαγές που μπορεί να υπάρξουν από μεριάς των καθηγητών μας. Δεν λέω ότι δεν έγινε ίσως ένα βήμα. Ο τρόπος μόνο όμως με τον οποίο διεξήχθη ο διάλογος έφτασε για να δώσει τέλος στην αισιοδοξία μας. «Οι ίδιοι οι καθηγητές φώναζαν και τσίριζαν, μας διέκοπταν και κοιτούσαν να λήξουν τα θέματα. Αυτό δεν είναι διάλογος» λέει μια συμμαθήτρια. «Εκείνοι είχαν όσο χρόνο ήθελαν να μιλήσουν ενώ εμείς πιεζόμασταν από κάθε άποψη, φοβόμασταν μην γίνουμε δακτυλοδεικτούμενοι κι αυτό αν καταφέρναμε να πάρουμε το λόγο» λέει ένας συμμαθητής μας. «Δεν θα αλλάξει ποτέ τίποτα. Χάσαμε έξι ώρες μιλώντας για τα ίδια και τα ίδια.» λέει μια άλλη φίλη. «Τι καταλάβαμε; Χάσαμε κι αυτά που είχαμε» λέει ένας άλλος. «Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία οπότε ας ελπίσουμε ότι εκείνοι θα πεθάνουν πριν απ’ αυτήν» έγραψε σε ένα μπλογκ μια φίλη μετά την απογοήτευση.

     Είπαμε να παίξουμε με τους δικούς τους κανόνες, είπαμε να εφαρμόσουμε όλα τα μοντέλα, είπαμε να κάνουμε μια φορά εμείς το «σωστό». Και το αδιέξοδο ήταν πιο φανερό από ποτέ. «Τι θέλετε να κάνουμε; Να βγούμε να τα διαλύσουμε όλα;» είπε ένας εκτός εαυτού συμμαθητής στην Προϊσταμένη. Μπορεί κάποτε να αναρωτιόμουν αλλά δεν αναρωτιέμαι πια γιατί η γενιά μου «τα σπάει». Τα σπάει γιατί έτσι χάνει λιγότερα απ’ ότι με κάθε άλλο τρόπο.


Ιωάννα Μπαρτσίδη