Ανοιχτό Θέμα

(από το ντοκιμαντέρ "Murid", 2010)
  
      Την Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010, στις 15.30, παρακολούθησα την δωρεάν για μαθητές προβολή της ταινίας «Murid» της Κύπριας Γελίζ Σουκρί στο 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Διαρκούσε λιγότερο από μια ώρα και αναφερόταν στην επήρεια που ασκεί ο μυστηριώδης Κύπριος Σεΐχης Νάζιμ της σέκτας των Σουφίδων σε μουσουλμάνους του εξωτερικού και ιδιαίτερα της Δύσης, προσεγγίζοντας το θέμα μέσα από την εμπειρία και τη διήγηση του Κρις (ή Αλλαουντίν) που κατοικεί στην Γερμανία και έχει από τα δεκαεφτά του ασπαστεί το Ισλάμ. Το ντοκιμαντέρ έθιγε καινούργια ζητήματα και άφηνε πολλά ερωτήματα ανοιχτά. Ο λόγος όμως που αναφέρω την εμπειρία μου αυτή δεν έχει καθόλου να κάνει με την ταινία αυτή καθ’ αυτή.

   Μόλις τα φώτα άνοιξαν και καταλάγιασαν τα πρώτα μουρμουρητά, μπροστά στη σκηνή εμφανίστηκαν η σεναριογράφος-σκηνοθέτης Γελίζ Σουκρί, ο παραγωγός της ταινίας Σταύρος Παπαγεωργίου και ένας μεταφραστής για να γίνει συζήτηση σχετική με την ταινία. Τα χέρια σηκώθηκαν ετοιμότατα. Αλλά ο Αλλαουντίν και ο Σείχης Νάζιμ δεν ενδιέφεραν κανέναν…

   Γιατί δεν έγινε στο έργο αναφορά στη διαιρεμένη Κύπρο; Γιατί δεν δόθηκε προσδιορισμός ως προς το ότι η Λεύκα, απ’ την οποία είδαμε πλάνα, βρίσκεται στα «Κατεχόμενα»; Πώς επιτρέψατε να φαίνεται η σημαία του Τουρκοκυπριακού κράτους σε πλάνο μικρής διάρκειας; Περίπου τέτοιες ήταν οι ερωτήσεις που έπεσαν βροχή και κατεύθυναν την συζήτηση πολύ μακριά από την ταινία. Πολύ γρήγορα «τα αίματα άναψαν», οι θεατές ύψωσαν την φωνή τους, αγνόησαν τον μεταφραστή που προσπαθούσε να διευθύνει την συζήτηση και δεν του επέτρεψαν καν να μεταφράσει στα ελληνικά τις απαντήσεις τις σκηνοθέτιδας.

   Γιατί βεβαίως δεν τους ενδιέφερε η άποψή της. Δεν τους ενδιέφερε το θέμα που έθιγε η ταινίας της αλλά ούτε καν και ό,τι είχε να πει πάνω στο θέμα που οι ίδιοι είχαν θέσει. Εξ αρχής, δεν είχαν έρθει για να μάθουν απ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, να προβληματιστούν με τις κρυμμένες όψεις και τις άλλες μορφές ζωής και θρησκευτικότητας που αναδείκνυε.

   Στηλίτευσαν ένα πλάνο τόσο μικρής διάρκειας που εγώ η ίδια δεν κατάφερα να το προσέξω και να το φέρω στη μνήμη μου κατά τη διάρκεια της συζήτησης, πέταξαν τα επιχειρήματά τους το ένα μετά το άλλο με αξιοπερίεργη ετοιμότητα, αποτελούσαν πλειοψηφία και το γνώριζαν. Αργότερα, έμαθα πως παρόμοια περιστατικά «παρέμβασης» έχουν ξανασυμβεί στα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και Κινηματογράφου, από ανθρώπους που είχαν προσέλθει «καλά διαβασμένοι» στις αίθουσες προβολής και δεν θα τους αποκαλούσα ακριβώς σινεφίλ.

   Είναι αλήθεια πως το ντοκιμαντέρ άφηνε ένα μικρό, ελάχιστα αισθητό κενό στο ζήτημα της διαιρεμένης Κύπρου. «Η ταινία δεν είναι πολιτική» είπε ο παραγωγός. «Όλα είναι πολιτικά. Τι θέλατε να είστε; Πολιτικά ορθοί;» απάντησαν και χτύπησαν όντως διάνα.

   Από την άλλη όμως, πόσα άλλα θέματα αφήνουμε να περάσουν, ακόμα κι αν είναι εξίσου πολιτικά, με αυτόν τον τρόπο; «Ποτέ δεν μπορείς να κερδίσεις»μου λέει η σκηνοθέτης, και δεν αναφέρεται σε στρατούς και μάχες αλλά στο δικαίωμα να πεις κάτι, να μιλήσεις. Δεν επιτρέπουμε στην Γελίζ Σουκρί να μιλήσει, δεν κάνουμε την παραχώρηση στο Μεγάλο θέμα που θα της δώσει τον λόγο στα μικρά, δεν την αφήνουμε στιγμή να ξεχάσει πως τα λόγια της εδώ δεν περνούν, για ό,τι κι αν μιλάει. Με τον ίδιο τρόπο αρνούμαστε ανθρώπους που ζουν και υπάρχουν, σημαίες που κάπου ανεμίζουν. «Οι σημαίες υπάρχουν» φωνάζει «ανεξάρτητα απ’ το τι πιστεύω εγώ ή εσείς». Και αυτός είναι ο στόχος του ντοκιμαντέρ. Να φωτίζει μια πραγματικότητα.

   Όμως εκείνοι προτιμούν όχι. Να αρνηθούμε αν χρειαστεί και όσα υπάρχουν, τυφλοί για κάθε τι άλλο, τυφλοί και σ’ αυτό το ίδιο, να κρατάμε όχι την μνήμη ζωντανή αλλά την πληγή ανοιχτή. Τα θέματα που μένουν αιώνια ανοιχτά είναι αυτά που επιλέγουμε να τα ανοίγουμε αιώνια, αγνοώντας κάθε τι άλλο, αγνοώντας πραγματικότητες.

Ιωάννα Μπαρτσίδη